| Άνθρωπε,
γεμάτε όνειρα και υποσχέσεις,
που τρίφτηκαν κι έγιναν σκόνη,
στην ανέμελη οργή της καθημερινότητας.
Σήκωσε ψηλά το κεφάλι, μια μέρα
κι αντίκρυσε τον ήλιο μες τα μάτια.
Άνθρωπε,
κατανόησε, δεν υπάρχει τίποτα,
που να έχει δύναμη να σ’ αγγίξει,
που να μπορεί να σ’ ενοχλήσει.
Πάτα γερά, με τα δυο πόδια στη γη.
Ανασηκώσου επιτέλους! Πόσο ακόμα;
Άνθρωπε,
κάνε πράξη εκείνο το ατίθασο άλμα,
απελευθερωμένος από οτιδήποτε.
Οδήγησε την ματιά σου: Εντός!
Λάτρεψε κάθε σταγόνα ύπαρξης.
Μέθυσε όπου κι όπως μπορείς.
Άνθρωπε,
συλλογίσου για ένα δευτερόλεπτο.
Ύστερα στύψε τις βουνοκορφές
κι άφησε το μέλι τους να τρέξει,
μέσα από την κόκκινη σχισμή,
που ξεγεννάει ουρλιάζοντας!
Άνθρωπε
δες, πόσα μαραμένα τριαντάφυλλα,
μαύρισαν στην ποταπή αναμονή,
για ένα, κάποιο, καλύτερο αύριο,
που δεν ερχόταν. Για ένα σήμερα,
μαύρο, που δεν έλεγε να φύγει.
Άνθρωπε.
πες μου, πότε περιμένεις να ζήσεις.
Όταν οι περιστάσεις είναι τέλειες.
Όταν ο περίγυρος θα σ’ αγκαλιάσει.
Μην περιμένεις άλλο. Ήρθε η ώρα!
Ανασηκώσου! Μέθα! Γεννήθηκε το μέλλον!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|