| Χρόνε, πάλι προσπέρασες
το δώδεκα και, κάτι
κι’ όμως , εκείνη η άμαξα
που, καρτερούσα εγώ
δε, φάνηκε κι’ απόμεινα
εδώ, στο σκαλοπάτι
να ζητιανεύω το όνειρο
στο κλάμα το βουβό.
Για πες μου, πως επέλεξες
να μη μου φέρεις έστω,
μία ρανίδα τόση δα
περίσσευμα, χαράς.
Στα περσινά με ξέχασες,
άνεργο με είχες, ρέστο
κι’ αντί να το διόρθωνες
απλώς, με προσπερνάς.
Τι να σου πω, απαράδεκτος
γίνεσαι , κάθε χρόνο
ενώ, σε υποδέχομαι
με ελπίδες φωτεινές,
μοιράζεις τα δωράκια σου
στους, κολλητούς σου μόνο,
στους φουκαράδες σαν και με
λευκές, επιταγές.
Παρ’ όλα αυτά δε, φείδομαι
ευχές , σου αφιερώνω
μαζί, με εκείνους που έμαθες
να, τους περιφρονείς
όμως , σε προειδοποιώ
σκέψου το, έχεις χρόνο
με ίδια μυαλά άλλη χρονιά
μη, σώσεις και, φανείς!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|