| Κοίταξα μὲ ἀφρισμένο μάτι
τὸν ὀρίζοντα
καὶ ἀνάσανα τὸν ἀέρα
ποὺ ἀνέθρεψε
γενιὲς πολεμιστῶν·
σὰν ποτάμι φουσκωμένο
ἀπὸ τὴ βροχὴ
πέρασαν στὴ σκέψη
ὃλοι αὐτοὶ οἱ ἀπαίδευτοι
ποὺ μᾶς ἒκαμαν πρόθυμους
νὰ πιστέψουμε
ὃτι εἲμαστε μιὰ χαμένη γενιά·
ναί, κάποτε ἡ καρδιὰ μέτραγε
μὲ βρόντους τὸ χρόνο
καὶ οἱ ἐπικλήσεις στοὺς Θεοὺς
εἶχαν νόημα...
Ὀρθοτρίχιασα
καὶ ἡ ὀδύνη θέριεψε
τὸ μάτι θόλωσε,
μπέρδεψε τὰ σχήματα·
ὃταν δὲν ἒχεις τὸ λεύτερο
νὰ διαλέξεις
σπᾶς τὰ ὂρια
πνίγεις τὴν καρδιὰ
φιμώνεις τὸν θρῆνο
καὶ τιμᾶς τὴν δύναμη·
ὂχι τὴν καταστροφικὴ
τὴν ζωοδότρα...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|