όσες κι αν άναψα φωτιές
μέσα μου να καεί το χτες
εκείνο αναγεννιέται
κι ορκίζομαι μη θυμηθώ
κάθε που πάω να κοιμηθώ
μα ο νους εκεί πλανιέται
τ' όνειρο κλέβει το κλειδί
και ξεκλειδώνει για να μπει
στα υπόγεια της μνήμης
πάει και ξεθάβει ένα κρασί
που έχει το χρώμα του χαθεί
μα η γεύση του έχει μείνει
όσο πολύ κι αν προσπαθώ
δεν έχω μάθει να ξεχνώ
κι η νύχτα με σταυρώνει
κάθε του νου μου διαδρομή
ένα καρφί για το κορμί
μια στάλα αίμα ακόμη
δε ζήτησα ποτέ πολλά
με κούρασε η ζωή αλλά
δεν θα τη σιχτιρίσω
εγώ έσπειρα τους κεραυνούς
κι ήταν γραμμένο απ' τους θεούς
θύελλες να θερίσω