Καμιά φορά οι δαίμονες κοιμούνται
λιώνουν τα χέρια τους κάτω από παλούκια σκληρά
τα μάτια τους κόκκινα, νυστάζουν, θυμούνται
τα χρόνια της αθωότητας, που μοιάζουν πια θολά.
Είναι ο θεός ο τιμωρός ο αφέντης και δικτάτορας
της μοίρας ο αρχηγός και της κόλασης ο κλειδοκράτορας
με μάτια γεμάτα αγριότητα και αίμα στα χέρια
κρύβει από το βλέμμα τους τον ουρανό, τ'αστέρια.
Και κάποτε ο θεός αυτός, που όμορφα βασανίζει
και την αγάπη και στοργή ζεστά προπαγανδίζει
τους βάζει να υψώσουνε περήφανη σημαία
και άγρια εξαναγκάζει χαμόγελα ωραία.
Μα μια μέρα που η βροχή το χώμα θα μαστιγώνει
και της λευτεριάς η φωτιά όλο και θα κοντοζυγώνει
οι δαίμονες θα βάψουν τον ουρανό με κόκκινο χρώμα
και με αίμα και ιδρώτα θα βαφτεί το χώμα.
Αυτός ο θεός που καμώνεται πώς έχει μέσα του αγάπη
με μια αστραπή και κεραυνό ευθύς θα τους σκοτώσει
και μες στο βιβλία του, που θα 'ναι στα θρανία
θα γράφει ότι το έκανε, μόνο για να τους σώσει!