Γραμμένο για κάποιο άγνωστο καρντάση που είπαμε τυχαία δυο κουβέντες κάποιο χειμώνα στο Λουξεμβουργο.
Μετανάστης
Λόγια πατέρα και ορμήνια απ τη μάνα
διάβαζε γιέ μου μη σε φάει η ξενιτιά
Ρώτα το πάππου να σου πει τα συχαρίκια
πως στο βορά δεν τραγουδάνε τα πουλιά
Φράγκοι και Γότθοι μου μετράμε τα πτυχία
σπούδασα σκλάβος ζω σε γυάλινα κλούβια.
Μέσα σ αλλόγλωσσης τα πόδια τυραννιέμαι
και η υγρασία να μουσκεύει τα φιλιά.
Μανά μου κόρη αδελφή και πρώην φίλε
είναι το κρύο που παγώνει το μυαλό
Σε ήλιο άρρωστο η μέρα με σκοτώνει
και είναι το βράδυ μοναξιάς το ριζικό
Στις δέκα μέρες λευτεριάς Αύγουστο μήνα
θα έρθω αγάπες που στερήθηκα να δω
Και αν με πλήγωσες ευάλωτη πατρίδα
πάντα η σκέψη σου προσκέφαλο πικρό.