κοίταζα μέσα απο τις βιτρίνες της σάπιας γκλαμουριάς, μέσα απ' τα μάτια των παιδιών στον δρόμο
μέσα απ' τις στάλες της βροχής στο φαγωμένο πεζοδρόμιο
έψαχνα να βρω μάτια με φλόγες, τα δικά σου τα μάτια.
μα δεν μπορώ να σε βρω
σε κατάπιαν οι αρτηρίες της πόλης.
είναι παγίδες! παγίδες! θα σου φωνάζω και ας μην μ'ακούς
τα ψεύτικα μαγαζιά ψευδαισθήσεις στις γωνιές με λουλούδια και ποτά
ανοίγεις την πόρτα και σε καταπίνουν
σαν τις δίνες των ποταμών που πίσω δεν σε φέρνουν - ποτέ.
κοιτάζα μέσα απ' τα τέρατα της σύριγγας, μέσα απ' τα φλυτζάνια των άδειων πρωινών
μέσα απ' τα τραγούδια που έγραψα και έθαψα, τα λόγια που κόλλησαν στα χείλη
έψαχνα να βρω το γνώριμο περπάτημά σου, τα παπούτσια σου στο πεζοδρόμιο
μα δεν μπορώ να βρω κάτι να σε θυμίσει, έστω και λίγο
σε κατάπιαν οι ψευδαισθήσεις της πόλης.
είναι ψέματα! ψέματα! θα φωνάξω και εγώ στο γυαλί της τηλεόρασης
καθώς τα μάτια μου σαν καθρέφτες θα σπάνε απ' τον πόνο και την αγανάκτηση
όταν οι ειδήσεις των οκτώ θα μου πουν
πώς πέθανες, γιατί
σε κατάπιαν
τα όνειρα που επέπλεαν πάνω απ' τις πολυκατοικίες.