| Πετούσαν τα πουλιά,μα δεν ξημέρωνε
Σαββάτο,κι αισθήσεις σ αφασία
αθόρυβα ο Τάλως σου φανέρωνε
πως,θα περάσεις την Αχερουσία
Θησέα που είν η ρότα σου απ τα μέρη μου
του Αιγαίου στη στερνή αλμύρα δος μου
δε γράφει άλλο η ζήση στο τεφτέρι μου
μήνυσε να σημπάνουν στο χωριό μου
Και σήμπανε η καμπάνα η φιλωτίτισσα
του μισεμού τη στείρα μουσική
Εκεί που πρωτοάναστησες,ξενύχτισσα
Εκεί που σε βαφτίσαν,Κυριακή
Ω Κυριακή μας,εμοιρολόγα,η μάνα μου
γερμένη στης ψυχής τον φωνογράφο
το ήξερες Κυριακή σα σε βαφτίσανε
πως Κυριακή,θα σ έβαζαν στο τάφο?
Πικρίζει η τσικουδιά στο ξεπροβόδισμα
χιόνι στον Ψηλορείτη, τελευταίο
μπλιό Κυριακής,δε θα χαρείς το ρόδισμα
ανάμεσα σε Λιβυκό κι Αιγαίο
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|