| Δεν ξέρω αν η ανάγκη μας οδήγησε ως εδώ, ή αν πρόκειται για καθαρή τύχη. Αυτά τα πράγματα λίγο θέλουν ώστε να καταλήξουν γραφικά. Τις προάλλες, καθώς ανέβαινα την λεωφόρο Χρεοκοπημένων Ονείρων, αντίκρυσα κάτι που με τρόμαξε. Όχι επειδή δεν το είχα ξαναδεί, ή επειδή δεν ήμουν ικανός να το φανταστώ (και ίσως ντράπηκα για αυτή την ανικανότητα). Το είχα δει με τα μάτια χίλιες φορές στο παρελθόν και το είχα φανταστεί τουλάχιστον τις διπλάσιες. Όμως, κάθε φορά είναι διαφορετικό και κάθε φορά με πιάνει απροετοίμαστο: Συνάντησα ξανά το θλιβερό σκυλί της άρνησης.
Στην αρχή πίστεψα ότι θα μπορέσω να το ελέγξω εύκολα, όπως συνήθως πιστεύουμε οι άνθρωποι. Θα καταφέρω να το αντιμετωπίσω, ίσως με τους τρόπους που διδάχτηκα την προηγούμενη φορά. Αυτή την καινούρια επίθεση, ήμουν βέβαιος, θα την έπνιγα πριν γεννηθεί. Ήμουν γερός, αποφασισμένος, έτοιμος για όλα και δεν άκουγα τίποτα.
Πόσοι και πόσοι δεν έχουν χαθεί, σε μια αντίστοιχη προσπάθεια, να νικήσουν την άρνηση με άρνηση, το ένα σκοτάδι με ένα άλλο, δυνατότερο, ικανότερο, εξυπνότερο, πιο βίαιο σκοτάδι, που, σίγουρα, θα τους προσφέρει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα, που, τώρα πια, θα τους χαρίσει την επικράτηση. Και καταλήγουν να βυθίζονται αργά και σταθερά στην ξέφρενη αντιπαράθεση χωρίς αντίκρυσμα, χωρίς υπόσταση, χωρίς οίκτο, χωρίς μέλλον. Όταν αντιληφθούν την κινούμενη άμμο, είναι ήδη αργά.
Χαιρετώ τους σπουδαίους και τις σπουδαίες, χαίρομαι ειλικρινά που γνωριστήκαμε. Ελπίζω η συνεύρεση να αποδειχτεί καταλυτική για τα πράγματα του κόσμου. Αν όχι, που είναι και το πιθανότερο για ανθρώπους, τουλάχιστον ας γιορτάσουμε με όλη την καρδιά μας το γεγονός ότι αυτή η συνεύρεση συνέβη, που είναι ίσως το τιμιότερο για ανθρώπους. Αν από τα δέκα καλά και όμορφα γεγονότα, που παρουσιάζονται σε μια ζωή, από ανάγκη ή από καθαρή τύχη, αναγνωρίζαμε και ασπαζόμασταν την μοναδική αξία και σημασία έστω των δύο από αυτά, θα είχαμε κερδίσει. Ένα-ένα τα θλιβερά σκυλιά της άρνησης, γνωστά ή μη, θα κρυβόντουσαν ντροπιασμένα στις τρύπες τους, περιμένοντας κάποιες λιγότερο θωρακισμένες γενιές για να εμφανιστούν.
Υπάρχουν πολλά παράδοξα. Κοιτώντας από το παράθυρο, ανακαλύπτεις ότι το πιο παράδοξο από όλα, είσαι εσύ ο ίδιος. Κουλουριάζεσαι και ξεδιπλώνεσαι, ανάλογα με την περίσταση, ανάλογα με το αν πρόκειται να δεχτείς χάδια ή χτυπήματα, αλλά δεν το κάνεις με τρόπο φυσιολογικό. Όταν έρχονται να σε χαϊδέψουν, γίνεσαι ένα με την γη, εξαφανίζεσαι, χάνεσαι. Σου μοιάζει αφύσικο. Να θέλει κάποιος να σε αγαπήσει, αυτό πια κατέληξε να είναι το πιο αφύσικο από όλα. Αντίθετα, όταν έρχονται με τις γροθιές υψωμένες, με τα σπαθιά έξω από τις θήκες, με αλαλαγμούς, τότε ορθώνεσαι, βγάζεις τα δικά σου σπαθιά, ουρλιάζεις να σε φοβηθεί ο εχθρός, ο μισητός αντίπαλος, που δεν βρίσκεται πουθενά αλλού, εκτός από μέσα σου. Αντί να αφιερώσεις όλο τον εαυτό σου στη νίκη, τον αφιερώνεις στην ήττα και απορείς όταν αυτή σε αγκαλιάζει.
Οι περισσότεροι θα αναρωτηθούν: «Μα, τι άλλο να κάνω; Πρέπει να αντισταθώ, να αμυνθώ, να ζήσω! Υπάρχει σοβαρός λόγος, να μην χαθώ». Ύστερα, όλοι χάνονται...
Ας είναι. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και θα περάσουν άλλα τόσα. Υπάρχουν τόσες πολλές ερωτήσεις και τόσο απελπιστικά λίγες απαντήσεις. Οι σοφοί του κόσμου θα επιχειρήσουν να τις βρουν, μόνο και μόνο για να αποδείξουν πόσο ελάχιστα σοφοί υπήρξαν. Όχι, δεν είναι η απελπισία το αντίδοτο, σε καμιά ασθένεια. Ποτέ δεν ήταν.
Να φροντίζετε τις γάτες και τα υπόλοιπα κατοικίδια. Να έχετε πάντα καλά αποθέματα σε κρασί. Όταν τελειώνει η ποίηση, τίποτα άλλο δεν θα σταθεί ικανό να σας σώσει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|