| … Λοιπόν, σήμερα θα σου πω, τι όνειρο είδα χθες βράδυ.
Ήσουν λέει γερμένη σ’ ένα συννεφάκι… Αλήθεια, τι όμορφα που κοιμόσουν! Σαν μπουμπούκι που περιμένει την πρώτη αχτίδα του ήλιου για να ξεδιπλωθεί απ’ τα φύλλα του.
Άξαφνα μια ακαθόριστη μορφή, λαμπερή σαν πρωινό άστρο, τυλιγμένη σε μια λευκή φορεσιά, ήλθε κοντά σου. «Ξύπνα αγγελουδάκι» είπε, με μια φωνή γεμάτη καλοσύνη και σιγουριά. «Πρέπει να βρεις τον δρόμο σου. Να δώσεις χαρά στους ανθρώπους που θα σ’ αγαπήσουν και να πάρεις κι εσύ χαρά από εκείνους. Αυτοί θα είναι οι γονείς σου. Θα μάθεις να σέβεσαι και θα επιδιώξεις με αρετή τον σεβασμό των άλλων. Γιατί αγγελουδάκι, ο σεβασμός κερδίζεται με την αγάπη στην πορεία της ζωής. Πάντα να δίνεις βοήθεια σ’ εκείνους που την έχουν ανάγκη και πότε μην περιμένεις ανταπόδοση. Ποτέ μη γυρέψεις ευχαριστίες για ένα καλό που έκανες. Να ξέρεις πάντα πως θα ανταμειφτείς γι αυτό από την ίδια την ζωή. Μην εγκαταλείψεις πότε τον αγώνα σου, όσες δυσκολίες και να βρεις μπροστά σου, γιατί αγγελουδάκι, εκεί που θα πάς, δεν θα είναι εύκολα. Όμως εγώ θα είμαι πάντα εκεί. Δεν θα με βλέπετε, μα πάντα θα σας κρατώ απ’ το χέρι. Μόνοι δεν θα είστε ούτε στιγμή και αν έχεις πίστη και ελπίδα δε θα χαθείς ποτέ. Ούτε εσύ, ούτε οι δικοί σου άνθρωποι. Οι γονείς σου κι εκείνοι που αργότερα θα είναι ο περίγυρος σου. Να αντιμετωπίζεις τα πάντα με καλοσύνη και μ’ αυτόν τον τρόπο πάντα θα είσαι ευτυχισμένο. Τα υπόλοιπα θα τα βρεις στο ταξίδι σου. Ο δρόμος είναι δύσκολος μα η γνώση που θα αποκομίσεις σ’ αυτό θα σε βοηθήσει να προσπεράσεις τα εμπόδια. Στο καλό αγγελουδάκι. Η οικογένεια σου σε περιμένει…» Και μ’ αυτά λόγια η παράξενη μορφή χάθηκε. Κι εσύ, γυμνούλι και αγουροξυπνημένο, ανακάθισες στο μπαμπακένιο σου συννεφάκι, σαν να περίμενες υποσυνείδητα να ξεκινήσεις για το ταξίδι σου.
Δεν άργησε η Πούλια να φανεί και με ένα τόσο δα άγγιγμα σ’ έντυσε με το φώς των αστεριών.
Ακολούθησε ο Αυγερινός για να χτενίσει τα χρυσά μαλλάκια σου. «Γαλανέ μου Ουρανέ» ακούστηκε ξανά η φωνή εκείνη, «χάρισε στο αγγελουδάκι μου, το φώς σου στα μάτια του, κι εσύ ήλιε μου ζωοδότη κάνε τα μαγουλάκια του κόκκινα σαν τα πιο όμορφα ρόδα του παραδείσου». Και η φωνή χάθηκε και το όνειρο έσβησε. Κι ύστερα ήλθες εσύ… Το ομορφότερο αγγελουδάκι του Θεού, που σ’ έστειλε σε μας για να γίνεις το παιδί μας. Ο καρπός της πιο όμορφης αγάπης «εν αρχή είν’ ο έρωτας» και μέσα απ’ αυτόν το θαύμα. Εσύ… Η Νεφέλη…
Έτσι λοιπόν, τώρα ξέρω πως ήλθες για να μείνεις και ότι ο καιρός που πονούσαν οι ψυχές μας πέθανε και ο πόνος δεν θα ξαναμπεί στο σπιτικό μας. Κι όπως έφυγε από μας να φύγει για πάντα απ’ όλο τον κόσμο…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|