| GOYA
Σε καφενέ Τηνιακό του Κλασσικού,
είν’ οι πελάτες στρατηγοί παλιού πινάκου,
φέγγει η λυχνία στον καιρό του Ισπανικού,
χρυσόν αγρό, την εποχή του Ταυρομάχου.
Σαλόνι Ηλύσιον του κρυστάλλου της Δουκίσσης
Φρύνη τ’ ανάσκελο το σώμα της αχλάδας,
σόι τους όρθιους Βασιλείς να παραστήσεις,
εμπρός στη μεγαλοζωή της πρασινάδας.
Τ’ άγιο φανάρι μοναχό, του Παρισιού,
ζεύγη αποκάτου, της ομίχλης οι διαβάτες.
Γέρος στον κάμπο καθιστός του κερασιού.
Λιγνός Επίσκοπος ευλαβικά κρεμάται.
Φρουρά της Τρίτης του Μαγιού οι εκτελεστές,
στρέφουνται ενάντια στα λευκά των πουκαμίσων,
γυμνοί ετρυπιούντο των βασάνων οι ληστές,
στάνε τ’ αντρού κομμένοι οι γόνες του ανίσως.
Στρώμα της κοίμησης τ’ αρρώστου σκεπαστό,
ωχρός τους τέσσαρους κοιτώ για να μου πούνε,
του μαύρου πρίγκιπος το λόχο να νοιαστώ;
Σταυρός πάν’ απ’ την κεφαλή, του τοίχου που ’ναι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|