| Nέα μυαλά αναζητεί ο βασιλιάς απεγνωσμένα
-μόλις εχθές αποκεφάλισε τους τελευταίους σύμβουλούς του-
διαγωνισμό προκήρυξε, η επιλογή δια συνεντεύξεως,
και με λαθρέμπορους φωστήρων μυστικά παζάρια άρχισε.
Δυο μέρες τώρα είναι που δηλώνει ασθενής, δεν εμφανίζεται,
λιτά δειπνεί ολομόναχος στην κάμαρά του,
και η Αυλή του πάλλεται στα ιατρικά ανακοινωθέντα,
άλλοι από τρόμο και άλλοι από προσμονή για το μοιραίο.
"Πες μου, υπηρέτη μου πιστέ, τι θα γενώ;
Πώς ξέμεινα έτσι εγώ από αναλώσιμα;"
αναφωνεί στον πιο παλιό και έμπιστο λακέ του...
"άκαρπες αποβαίνουν οι έρευνες για τους κατάλληλους...
δεκάδες έκαμα ως τώρα συνενετεύξεις
μα ή κρετίνοι παντελώς οι υποψήφιοι αποδείχνονται,
ανίκανοι να μισηθούν απ' το λαό και να με προφυλάξουν,
ή έχουν το αναιδές και επαίσχυντο ελάττωμα να σκέπτονται.
Έξω τα στίφη αγριεύουν και ορύονται
κι εγώ δεν έχω ανθρώπους να τους δώσω να κατασπαράξουν."
"Μεγαλειότατε κι αφέντη μου σοφέ"
λέει ο λακές, τη μέση κάμπτοντας με μαεστρία,
"δεν αξιώθηκα τιμή στη ζήση μου ανώτερη
απ' την αξίωσή σου για την ταπεινή και ασήμαντή μου γνώμη!
Την κεφαλή μου εγώ θα παίξω και θα πω:
μέσα στον όχλο τους ανθρώπους σου να αναζητήσεις,
όσο πιο άπληστους και πεινασμένους, τόσο το καλύτερο.
Όποιος πεινά για εξουσία και τροφή,
πιότερο αρέσκεται στη σάρκα των ομοίων του,
και η φαιά ουσία του νεκρώνεται
από τη λύσσα του από αυτούς να ξεχωρίσει."
Ο βασιλιάς για μια στιγμή σχεδόν εθαύμασε
του υπηρέτη του την άρτια πανουργία...
που, ασφαλώς, απ' τη σοφία του αφέντη του οφελήθηκε
μετά από χρόνια εκεί, στις προσταγές, στην δούλεψή του.
"Σαν νά 'χει δίκιο ο τιποτένιος", συλλογίστηκε,
"μυριάδες θά 'χω από δαύτους να πορεύομαι,
και τα κεφάλια τους στα πλήθη θα προσφέρω
όταν ο άθλιος λαός θα εξαγριώνεται,
αφού εκείνοι για όλα τα δεινά του θα καθίστανται υπαίτιοι..."
"Φέρε κρασί, το πιο γλυκό, το πιο πολύτιμο,
για να γιορτάσω την σοφή μου την απόφαση"
πρόσταξε τον τραπεζοκόμο του, κι αυτάρεσκα
στον θρόνο του τεντώθηκε ευχαριστημένος...
...........................................................................................
"Ο βασιλιάς απόθανε", φωνάζανε οι κήρυκες,
"κατόπιν της βαριάς, ανίατης ασθένειάς του".
Υπέρτατος αναβρασμος στους δρόμους γίνηκε,
καθώς υπέρλαμπρη ετοιμάστηκε κηδεία.
Γλώσσες κακές μιλούν για δηλητήριο,
για ίντριγκες, προδότες και επίβουλους,
πως τάχα το κρασί του φαρμακώσανε
οι διάδοχοι και οι αυλικοί, οι αχρείοι τους συνένοχοι.
Μα πριν στεγνώσουνε στην πούδρα τους τα δάκρυα,
σαν χάρτινα του παλατιού τα τείχη πέσανε
και οι χιλιάδες των αθλίων ζητωκραύγαζαν
προσμένοντας ψωμι και ελευθερία.
Μόνο ο γέρος υπηρέτης, ολομόναχος,
σφιχτά στον κόρφο τού κρατά το δηλητήριο
σαν να μην ξέρει αν πρέπει να πανηγυρίσει...
Θά 'ταν τα λόγια που ξεστόμισε στον βασιλιά,
πριν το φαρμάκι στο ποτήρι του να στάξει,
που θέριευαν τους φόβους του και αγρίευαν τη λογική του.
"Όποιος πεινά για εξουσία και τροφή,
πιότερο αρέσκεται στη σάρκα των ομοίων του..."
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 10 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|