Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132760 Τραγούδια, 271265 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Δήμητρα Δελακούρα - Ποίηση 2
 
Ανθολόγιο B' 2004 – 2014




Προσμένοντας II


Άραγε, πούθε να κινάει τούτο της δρόσου αγέρι;
Σε ποιο πηγαίνει, αστέρι;
Ποια θάλασσα και ποια στεριά περνάει δίχως να ξέρει
ποιον αγαπώ, να φέρει;

Σε ποια του κόσμου αυτή γωνιά, θα παύσει την ορμή του;
Ποιος ξέρει την αρχή του;
Άμα στενάξω «Σ’ αγαπώ» θα κάνει την, φωνή του;
Θα στείλει την, στ’ αυτί του;

Κι αν μπερδευτεί, με των βουνών τα δέντρα τα πελώρια
κι ακούσει: «Ζω πια χώρια» ;
Μην αρρωστήσει και βαριά μου πάθει στενοχώρια
εκεί, στα ξεροβόρια;

Μήπως, θα ‘ταν καλύτερα να τόνε περιμένω;
Το βέβαιο, να προσμένω;
Μήπως, τ’ αγέρι τούτο εδώ δεν θέλει ευτυχισμένο
ζευγάρι, αγαπημένο;

Άραγε, πούθε ν’ αρχινάει τούτο της δρόσου αγέρι;
Ποιος το μπορεί, να ξέρει;
Ήθελα εκείνον π' αγαπώ να πιάσει από το χέρι,
και πίσω να μου φέρει...


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Επί ματαίω


Σαν θα φύγεις προς τ’ άγνωστο κάποια μέρα ταξίδι,
άγνωστοί σου και φίλοι, στα καλά τους ντυμένοι,
την νεκρή σου σκυμμένοι θα σχωρνούν· και θα κλαίνε
με παρήγορα λόγια συγγενείς τεθλιμμένοι.

Τότε, κείνο το φάσμα σου θα κοιτά σαστισμένο
– δίχως δάκρυα και δίχως συναισθήματα να ‘χει –
διότι, πλάι στο κορμί σου, σαν σε πόλεμου μάχη,
θα ζητούνε τ' απόσταγμα της ψυχής ζυγισμένο.

………………………

Πριν κινήσεις για τ’ άγνωστο κάποια μέρα ταξίδι,
αγαθή και φιλεύσπλαχνη δώσε να ‘ναι η ψυχή σου.
Της εφήμερης δόξας η κορφή, θα ‘χει κόστος.
Μην τ’ απόκρημνα ορέγεσαι και τα χάη της αβύσσου.

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Ο κήπος


Κοιτάζοντάς σε, κήπε μου,
σπαράσσεται η καρδιά μου.
Την ομορφιά που σου ‘δωσα,
την παίρνουν τα παιδιά μου.
Κοντεύει η ώρα, - η μοίρα μου…
Μου λεν θα σε φροντίζουν.
Μόνος στενάχωρος καημός,
μήπως δε σε ποτίζουν:

«Παρακαλώ σε, κόρη μου,
το μενεξέ, το κρίνο.
Τη μαργαρίτα π’ αγαπώ,
που φτύνω και ξεφτύνω
μη τη ματιάσει το κακό,
τ’ άχαρο κείνο μάτι…»
Να 'ξερες πώς σε σκέφτομαι…
Σαν πέσω στο κρεβάτι
ο νους σε σένα, κήπε μου·

ύπνος πια δε με παίρνει.
Αρνούνται τα ματάκια μου,
το σώμα μ’ αποπαίρνει,
μα ποιος που νοιάζεται γι' αυτά:
Μπροστά στην ομορφιά σου...
Ποιος για το σώμα, σκιάζεται...
Σαν βλέπω τη θωριά σου,

αγαλλιάζεται η ψυχή,
θαρρείς, ξαναγεννιέμαι!
Η νιότη ανθός στα χείλη μου -
μ’ ακόμη κι αν γελιέμαι,
ευχαριστώ σε, κήπε μου,
που τη χαρά μου ορίζεις.
Που πάντα μου χαμογελάς!
Στου τάφου μου, που ανθίζεις...


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Η μάνα μου…

Σαν θα ξυπνήσω το πρωί και το σταυρό μου κάνω,
κοιτάζω στον καθρέφτη.
Διορθώνω τις κοτσίδες μου στους ώμους μου, και πάνω
τρίχα κοιτώ μην πέφτει.

Λατρεύω στου προσώπου μου κάποιον να δώσω τόνο,
μα η μάνα δεν μ’ αφήνει.
Αν θα κλαφτώ στα σοβαρά και της ζητήσω, μόνο
μια κρέμα της μου δίνει.

Ποτέ χατίρι δεν χαλά στα ρούχα που αγοράζω,
μ’ αφήνει και διαλέγω,
όμως αυτά που κόπιασα πολύ να δοκιμάζω,
δεν θέλει να επιλέγω.

Είναι παράξενη! Κι αν δει, αγόρι να κοιτάζει…
από μακριά με πάει.
Ένα – της λέω – μικρόστηθο κορίτσι ποιος πειράζει
μάνα, ποιος τ’ αγαπάει;

Η μάνα μου, – να ‘ναι καλά που την ψυχή μου βγάζει,
είναι καλή στο βάθος.
Ίσως να φταίει ποιος έπλασε το μέσα μου που βράζει,
κι απέδωσε με πάθος…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Αυτός ο έρωτας χρόνια με θλίβει,
θάλλει λιγόθυμος ισχνός ανθός.
Λέω θα ξεχάστηκε που η νύχτα κρύβει,
στη γη και ντύθηκε κρίνος λευκός.

Μέσα μου κείτεται σπασμένη φλέβα.
Χθες τον συνάντησα σε ειρμό κενό.
Όσα κι αν έπαθες ψυχή μου ανέβα,
κι ας ακολούθησες δρόμο στενό…

Σκιά τι ρίγησα και με μυρώνεις.
Θύρα τι κλείστηκες για να μη μπω.
Άγγελε δίπλα μου για πού φτερώνεις;
Ό,τι φως μου ‘δειξες τώρα θαμπό.

Αυτός ο ξάγρυπνος μύστης στα πλήθη…
Αυτός στης σκέψης μας το μαρασμό…
Αυτός μας βύθισε στην άγρια λήθη…
Αυτός μας γέννησε το χωρισμό.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Το άλλοθι

Δεν λέω, ήταν καλά…
Σπάταλα, όμως…

Ένα ολόκληρο βράδυ
μόνο πειράγματα
και κοιτάγματα…
Χωρίς το αναμενόμενο…

Μετά, ευγενικά τον απάλλαξα
δείχνοντάς του την έξοδο.
Βλέπετε, είχα το άλλοθι,
των βασανισμών…

Δε λέω…

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Φεγγαρίσια σκιά, που μ’ αντάμωσες
κάποιο δείλι,
σε κλαδί θημωνιάς,
σε μιαν έρημη γλάστρα,
και με φίλησες
με τρεμάμενη ορμή,
πώς ζωσμένη τον έρωτα
ν’ αρνηθώ
την αγάπη σου;


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Eρημιά


Γιατί θυμίζεις ερημιά και μάτια έχεις θλιμμένα;
Μην η χαρά λιγόστεψε σε απρόσκλητο χαμό;
Μην η ψυχή σ’ αρνήθηκε, έχοντάς της κρυμμένα,
και ψάχνει σώμα για να βρει ζητώντας λυτρωμό;

Γιατί με απόγνωση κοιτάς την γλυκυτάτη μέρα;
Μην οι δουλειές σου βύθισαν και τα βουνά μαζί;
Μήπως ζαβά τον δρόμο σου περπάτησες ‘σα πέρα,
και τ’ αναβάλλεις γι’ άλλοτε να ξαναπάς πεζή;

Μήπως ασθένησες βαριά και σε προσμένει ο Χάρος;
Μην το κιβούρι δεν χωρά τα πόδια τα μακριά;
Ή μήπως, έτσι ασάλευτη, σου λείπει από το θάρρος
και ψάχνεις φόβο, για να βρεις στερνή παρηγοριά?

Σήκω! και δες την ομορφιά και φάγε την ως πέρα.
Αυτοί που θέλουν τους καημούς, είν’ διάβολοι δοτοί.
Το περιούσιο κοίτα φως απ’ την μικρήν εσπέρα.
Βάλ' το σκοπό και βάδισε, στη στράτα τη σωστή.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Εγώ, αν έγραφα ποιήματα…


θα ‘ταν χρυσάφι, ο λόγος μου,
σαν θησαυρός.
Στο δειλινό μιας άνοιξης, το χρώμα του,
τόνος αβρός.

Για τα λουλούδια, θα ‘τανε, τ’ αμάραντα.
Για τα πουλιά:
Τα χελιδόνια τα μικρά, θα ζέσταινε,
μες στη φωλιά.

Για τα φεγγάρια. Τ’ άστρα και τα πέλαγα,
με πένα υγρή.
Λευκό χαρτί – ένας άγγελος, κι ο Έρωτας,
όπου με βρει.

Εγώ, αν έγραφα ποιήματα…

Για την αγάπη, θα ‘γραφα, σε μια βραδιά.
Για τις αφίλητες ψυχές,
τις άμοιρες.
Για τα παιδιά.

Εγώ…

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Τα άνοστα, αλλά δυστυχώς ευκολοχώνευτα λόγια των πολιτικών,
είναι σαν εκείνα τα παντός είδους αμελέτητα,
που ενώ γνωρίζεις την ιδιότητά τους,
τα τρως…


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Ελλάς IV

Περιμένοντας στα γκισέ των βαρβάρων

Σαν από γέλιο, απότομο,
σαν από Tούρκου, χέρι,
λες και φονιάς σε λάβωσε
με κοφτερό μαχαίρι,

και πήρε σου τη λεβεντιά,
και πήρε σου το θάρρος…
Εσύ, δεν ήσουν πάντοτε;
Εσύ, δεν είσαι ο Φάρος;

Ξύπνα, θεριό!!!


©Δήμητρα Δελακούρα


¨˜°º۩º°˜¨

Ελλάς ΙΙΙ


- Να γονατίσω, δεν μπορώ! ανθός είμαι και θάλλω.
Τους στεναγμούς μου θέλησα να σας τους τραγουδώ.
- Άφοβο το ‘να μάτι της, θεριό θύμιζε τ’ άλλο.
Την όψη της, κοιτώ στο φως καλά για να τη δω.

Μήτρα της άνοιξης αυτή σ’ ένα κλωνάρι πάνω.
Δέντρα μας έθρεψε στης γης τ’ αγίνωτο κορμί.
- Κρατήσου, για να σε μπορώ και για να μη σε χάνω.
- Άνεμος έφτασες και ζω με την ηχώ σου ορμή.

Κάμε ν’ ανοίξεις ουρανέ, να ξεπλυθεί απ’ τη βρώμα,
η Ελλάς να σπείρει από 'ξαρχής κι ο σπόρος που θα βγει,
να κάνει ρίζα του το Εμείς, να γείρει ευχή στο στόμα:
- "Παρακαλώ σας, άρχοντες! τι κυβερνάει τη γη; "

- Το κατηφόρι που ‘στρωσα, το κάναν ανηφόρι.
Αίμα και σκόνη θέλησαν, τη λευτεριά κανείς!
Παύω και πλέον δεν ιστορώ: Ας έρθει ξεροβόρι.
- "Κρατήστε - λέει - τη στάση σας κι ο πίσω σας, πρηνής..."


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Στο κάτοπτρο της ψευδαίσθησης

Στον σύζυγο μου Γιώργο Μανέτα

Της πυξίδας ο δείχτης λόγχη αιχμηρή στα μάτια του –
τα πέλαγα να μη θωρεί με τ’ ασημένια κύματα
αυτά, που οι γλάροι αρέσκονται για να τσιμπούν,
καθώς τις λάμψεις του ήλιου, ψάρια νιώθουν πως ορέγονται.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Σπίτια

Σπίτια, που στέκεστε σειρά,
δίχως ανθρώπων τη χαρά,
λησμονημένα,
δίχως λουλούδια, δίχως γη,
εσείς, οπού ‘χετε πληγεί,
παρατημένα

σπίτια, χωρίς κήπο – μπαξέ,
δίχως κλωνάρι μενεξέ,
κιτρινισμένα,
δίχως πια βήματα, φωνές,
δίχως ερώτων προσμονές,
ερειπωμένα

σπίτια, που υπήρξατε σιμά,
στα θερινά τα σινεμά,
μισοπεσμένα,
δίχως πια φώτα, μουσικές,
δίχως παιδιά πα’ στις συκιές,
γάλα λουσμένα,

άβουλα, σπίτια σκοτεινά,
στοιχειά του δρόμου, ταπεινά,
πια ξεχασμένα,
θέλω το δώμα σας, να ηχεί:
Διψά η έρμη μου ψυχή,
τα περασμένα...


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Ξένα φεγγάρια

Άχρονη ήθελα η ζωή
κι ευφρόσυνα όλα γύρω.
Να μην υπάρχει, Θάνατος,
πρόσκαιρο, μην υπάρχει.
Να πάσχω μόνο από χαρά,
τ’ αμέριμνο, να πάσχω.
Γαληνεμένη μου η ψυχή
στον Όλυμπό τους πάνω

κι όλα φαιδρά, να μοιάζουνε,
απ’ την παλιά τη γη μας…

Να ‘χουν μονάχα μι’ άνοιξη,
να ρεύουν τα λουλούδια,
να ‘χουν πλατάνια δροσερά,
και γάργαρα ποτάμια,
να κελαηδούνε τα πουλιά,
στα καταράχια πάνω.
Να ‘μαι μια μέλισσα, κι εγώ
στη γύρη των ερώτων.

Ξένα φεγγάρια, θα ‘θελα.
Και να ‘ν’ η γης αλλιώτικη,
κι όλος ο κόσμος, να ‘ναι…


©Δήμητρα Δελακούρα


¨˜°º۩º°˜¨

Θυμάσαι;


Θυμάσαι, που ήμασταν παιδιά,
κι είχα δοσμένη την καρδιά
μόνο σε σένα;
Μπορεί, να σ’ έλεγ’ αδερφό,
μ’ αυτά που σου ‘θελα να πω,
τα ‘χα κρυμμένα.

Θυμάσαι, κείνη την αυλή,
που παίζαμε κρυφτό μαζί,
και τα φιλούσα;
Που ερχόμουνα πάντα με νάζι,
στου παραθύρου το περβάζι,
και ξενυχτούσα;

Που ‘κανα, δήθεν τη γυναίκα,
που σε περίμενε απ’ τις δέκα,
για να φιλιώσει;
Κι εσύ, που ερχόσουνα – ο τόσος –
και καμωνόσουνα, καμπόσος,
να με πληγώσει;

Πήρα χαρά, που σ’ είδα πάλι…
Μ’ αν θέλεις, δώσ’ μου μιαν αγκάλη.
Τι σ’ εμποδίζει;
Όσο η καρδιά, δεν λέει ν’ αλλάξει,
κι άλλος δεν έχει αυτήν πειράξει…
Πρέπει να ελπίζει.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Η συγχώρεση


Η μέρα, αρχίζει. Όλη η πλάση αργοξυπνά.
Την αυγινή δροσοσταλιά οι ανθοί διψούνε.
Κελαηδισμοί, με μύρια ακούσματα – πουλιά.
Ξυπνά απ’ τους ήχους και τα μέσα της μεθούνε.

Ξυπνάει κι “αυτός”. Λέει καλημέρα, με χολή.
Του ‘χει λουλούδια σ’ ένα βάζο κι ανθομύρα.
Άγριο το βλέμμα του. Το στόμα, προσβολή.
(Κάθε που τ’ άνοιγε, τα λόγια του ήταν στείρα.)

Πλάι, το μωρό. Πρώτο του ξύπνημα· ενοχλεί.
Γυρίζει πλάτη στης υπάρξεως τη συνέχεια.
Γοερό το κλάμα του παιδιού, παρακαλεί.
(Σπορά που ρήμαξες, στης σκέψεως την ανέχεια.)

“Έλα, μωρό. Δεν είν’ οι ανθρώποι, αρπαχτικά.
Μίλα μου! πες, τ’ ανομολόγητα όνειρά σου.
Μοίρες σε ραίνουν; Γιατί κλαις, σπαραχτικά;
Του κόσμου, τ’ άδικα, δεν είν’ όλα δικά σου.”

Αυτός, "ξυπνάει". Κλαίει σαν παιδί, λυπητερά.
Με ροδοχρώματα να ντύθηκε η ψυχή του;
Σφυχταγκαλιάζει το μωρό πια τρυφερά.
Κρέμεται πάνω του, και κλαίει κι αυτή, μαζί του.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Φαγιούμ

Αίγυπτος, Σίβα

Άγνωστέ μου Μακεδόνα,
ψυχή της Αιγύπτου μου,
απόψε
για σένα εφημερεύω,
ν’ αλώσω απ’ τα μάτια σου
και να γευτώ απ’ τα χείλη σου,
ό,τι αφουγκράστηκαν,
ό,τι τα φίλησαν,
ό,τι ψιθύρισαν.

Αλέξανδρε! Έφηβε,
μπροστά μου η Αίγυπτος.

Στα νυχτιάτικα μαλλιά σου
άστρα και σύμπαντα,
κι εγώ
η ταπεινή αποδέκτης,
να τ’ αγγίζω με χέρια
λουσμένα με μύρα
του Ολύμπου,
των αχράντων Αιγών.

Κοιμήσου, Αλέξανδρε,
μικρό μου αγόρι,
γιε της μητέρας της γιαγιάς μου,
και μη μου θλίβεσαι, περίλυπος.

Στα μάτια σου, βλέπω μιαν Αίγυπτο
στο μέγεθος περήφανη,
στην όψη, Ελληνική.

Κοιμήσου, αγόρι μου και μη λυπάσαι.
Οι καιροί, (σ) έπονται...


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Σύμπαν

Άνθρωπε, για δε μιλάς;
Το παρελθόν μου ξόδεψα
και μιαν Ελλάδα,
για να σ’ ακούσω…

©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Όταν το σώμα Του κοιτά,
στον ξύλινο Σταυρό Του,
ζώνεται τ’ όνειρό του,
και πλάι Του περπατά.

Χαίρεται μέσα του η ψυχή,
καθώς Τον αντικρίζει,
πώς Του μιλάει κι ελπίζει…
μα η πίστη του ρηχή.

Γι’ αυτό, τώρα προσέρχεται
ευχή για να του δώσει,
και θέλοντας λυτρώσει,
Του λέει σαν προσευχή:

Αχ, πώς λιγόστεψε το φως,
στο ημίφως η όρασή μου…
Ας ήσασταν μαζί μου,
να φύγει ο μέσα εχθρός,

για να ‘ρθω δίπλα Σας, εγώ,
πιο ταπεινός, δικός Σας,
να γίνω προς σκοπός Σας,
πιστούς Σας να οδηγώ.

Κι αν απ’ τα χείλη μου, ακουστεί
ψεύδος για Τ’ όνομά Σας,
ν’ αφανιστώ εμπροστά Σας
και τ’ όνομα, ας σβηστεί!


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Παναγία η Αγαποτραφούσα

Όνειρο το ‘χε και καημό,
ν’ αγαπηθεί από κείνη.
Μα την αγάπη, – του ‘πε αυτή –
όπου αγαπά τη δίνει.

Όμως, τα λόγια ήταν βαριά,
κρατήθηκε, μην κλάψει.
Έφυγε. Πήγε σ’ εκκλησιά,
ένα κερί ν’ ανάψει.

Έκλαψε κει, στης Παναγιάς,
σε μιαν εικόνα πάνω.
Γύρισε κι είπε προς Αυτήν,
όρκο σε Σένα κάνω:

«Αν μ’ αγαπήσει, ό,τι αγαπώ…
εγώ εκκλησιά θα χτίσω.
Κι αυτό Σου εδώ το εικόνισμα,
χρυσάφι θα το ντύσω».

Δεν πρόλαβε, τα λόγια αυτά
να τ’ αποτελειώσει.
Ό,τι αγαπούσε, ήταν εκεί,
αγάπη να του δώσει.

Κι έτσι, τον όρκο τήρησε –
και μια εκκλησιά έχει χτίσει.
Όσα υποσχέθηκε, ρητά
αυτός τα ‘χε κρατήσει.

Αν τύχει, και περάσετε,
σταθείτε κι εσείς λίγο.
Ένα ζευγάρι αγαπητό,
το ‘δα κι εγώ, πριν φύγω.

…………

Το ποίημα αυτό, κουράστηκα
σε εικόνα που φιλούσα.
Μια Παναγιά φαντάστηκα,
την Αγαποτραφούσα.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Δεν η καρδιά


– Ήθελα εκείνον π’ αγαπώ για λίγο παραπάνω.
– Άμαθη κι έτσι στέκεσαι μια ολόκληρη ζωή.
Νείρεσαι την απόσταση. – Τον ξεγελώ, τον φτάνω.
Στ’ όνειρο μέσα μου η χαρά κρατάει ως το πρωί.

– Θαρρώ πως γύρεψες χαρά, κι όχι καημούς και πλάνη.
Την όχεντρα να την θωρείς αντίκρυ με σταυρό.
– Έκλωθα κείνο τον καιρό τ’ αγκάθινο στεφάνι.
Λυτά τα φίδια του μαλλιά κρυμμένα στο σγουρό.

– Ζώσου με κείνα τα σπαθιά και φόρεσε χιτώνα.
Σέλωσε τ’ άτι σου κορμί και φύγε του μακριά.
– Στρατός και ντύνομαι καθώς στολή του Μακεδόνα.
Η αγάπη, σαν τον πόλεμο, θέλει γερή καρδιά.

– Πάλεψε κείνο το στοιχειό κι άμα το θέλεις κράτα.
– Φαρμάκι στάζει σου η ψυχή, διχαλωτό γλωσσί.
Φύγε ‘σα πέρα Σατανά, τη σκέψη μου παράτα.
Άμαχη μπορεί στέκομαι, μα δε η καρδιά μισεί.


©Δήμητρα Δελακούρα


¨˜°º۩º°˜¨

Της ψυχής μου ο κήπος

Είν’ ο δικός μου ανασασμός
άσμα που πάλλει.
Ο λόγος, ίδιος γλυκασμός
με ανθό που θάλλει:

Είχα έναν έρωτα τρελό,
χαρά, είχα τόση…
Είχα, – κι ακόμη εγώ γελώ –
κρεβάτι στρώσει.

Έλιωνε μέσα μου η ψυχή,
σαν αγιοκέρι.
Ήταν, για μένα η προσευχή,
ευχής αστέρι.

Ήταν, για μένα που αγαπώ,
στεριά, ουρανός μου.
Ήθελα πάντοτε, κι αυτός,
να ‘ναι δικός μου.

Όμως, με πρόδωσε! Γιατί
τώρα μ’ αρνιέται;
Να 'ναι, το σύνηθες γατί,
που αλλού ξεχνιέται…;

…………………

Εγώ, έχω κήπο με πορτί,
ολίγων, μόνων…
Στο εορτολόγιο έχουν γιορτή,
των "Aγνωμόνων".


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Του δάσους


Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά του κόσμου
και σε όσους παραμένουν παιδιά με τρυφερή ψυχή


Στον πύργο που γεννήθηκε,
που 'ταν βασιλοπούλα,
από πολύ μικρούλα,
την θέλαν διαλεχτή.

Την ντύναν στα ολομέταξα,
στα πορφυρά, στ’ ασήμια·
δεν ήθελαν η ασχήμια,
να την επισκεφτεί.

Γι’ αυτό, μ’ άνθη την έραιναν,
στα μύρα τη μεθούσαν,
κι όλοι γι’ αυτήν μιλούσαν,
γιατ’ ήταν ζηλευτή.

Μα η παιδική κείνη καρδιά,
που 'ταν πολλά δοσμένη,
δεν είχε να προσμένει,
κάποιον ν' αγαπηθεί.

Ώσπου, γνώρισε τ’ όμορφο,
το νιό το παλληκάρι,
χλωμό σαν το φεγγάρι,
και με θωριά ψηλή.

Και τότε, σίγησε η αυλή,
και τα πουλιά σιωπήσαν·
τα μάτια της σκορπίσαν,
κι απόμειναν εκεί.

Και ρώτησε· για να της πουν
πως το 'χανε μαγέψει,
και την ψυχή του κλέψει,
του δάσους τα στοιχειά.

Και πράγματι, στεκότανε
με μαρασμό, με θλίψη·
τα μάγια είχανε κρύψει
σε μια ρίζα – σπηλιά.

Κι όπως, στη σκέψη χάνονταν
και τ’ άστρα αυτός κοιτούσε,
Έρωτας της τρυπούσε,
την παιδική καρδιά.

Κι έφυγε· μα ξανάφτασε,
εκεί που 'χε γνωρίσει
κι είχε πολύ αγαπήσει,
για πρώτη της φορά.

Και πήρε τον και πήγανε
στο δάσος, για να λύσουν
τα μάγια - να σκορπίσουν
πριν έρθει η συμφορά.

Κι έτσι, ρωτώντας βρήκανε
μιας μάγισσας τη ρούγα,
που 'χε μονή φτερούγα,
μα δεν ήταν πουλί.

“Κυρά, του δάσους - μάγισσα,
Κίσσα μαυροντυμένη,
πες μου, τι το προσμένει,
τ’ άμοιρο αυτό παιδί.

Μην είν’ ο Θάνατος, κοντά
και το ποθεί να πάρει;
Το έρμο το παλικάρι,
ποιο σας κρατεί κλειδί;

Λυπήσου μόνο τη θωριά,
τ’ ανήλιο το κορμί του.
Λύσε το, απ’ τη σιωπή του,
Κίσσα της ερημιάς”.

Κι αυτή, τη συνεβούλεψε:
Τα ξωτικά πριν φύγουν,
τα μυστικά τους κρύβουν,
σε μια ρίζα σπηλιάς.

Κι έτσι, τις ρίζες ξέκαμαν,
και λύθηκαν τα μάγια.
Γίναν λουλούδια – βάγια,
κι ομόρφυνεν η γης!


©Δήμητρα Δελακούρα


¨˜°º۩º°˜¨

Η των τεχνών πρώτη εστί Ποίησις


Πινέλα ζωγράφου. Παλέτα και χρώμα.
Στο βάθος λουλούδια, βουνά, ποταμοί.
Εσύ να κρατάς το χρωστήρα στο στόμα,
κι εγώ πέρα ρίζα ν' απλώνω στη γη.

Σκοτάδι, στασίδια, στο φως κάποιας λάμπας
σανίδια, κομπάρσοι, το Ήθος σκοπός.
Κλαυσίγελοι, σκέρτσα, τα φώτα της ράμπας
θαμπώνουν τα μάτια: Ο ηθοποιός.

Σημαίνει ένας ήχος, ο κόσμος κραυγάζει!
Αοιδός και κιθάρα ξεσπούν με χαρά.
Μεμιάς το κοινό τραγουδά και φωνάζει
αυτό που η καρδιά θέλει και λαχταρά.

Χορός κι ένας κόσμος με βήματα πλέρια.
Στον ίλιγγο μοιάζει. Τα μέσα μεθά.
Απλώνει να πιάσει τα δυο του τα χέρια
και γίνεται πνεύμα, πουλί που πετά.

Το γλύφανο πιάνει, κι αρχίζει απ’ τα γύρου
γλυκά να χαράξει τη γύμνια ομορφιά.
Γλυμμένο με σμίλη το σώμα του ονείρου,
κι εκείνο να στάζει περίσσια δροσιά.

Αιτία για κείνα τα πιο παραπάνω
η πένα: Ζωγράφοι και γλύπτες μαζί.
Τραγούδι και θέατρο. Χορέ, δεν σου κάνω!
Την πρώτη των πρώτων στοχάσου ψυχή.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Του γιασεμιού μου


Στ’ άλλα δεν θέλω να μιλώ, παρά μονάχα εσένα.
Πόσες φορές σ’ αντίκρισα με μάτια βουρκωμένα.

Πόσες φορές δεν έκατσα να σου τα πω, παιδούλα.
Φώναζαν όμως τα παιδιά και μπέρδευε η φωνούλα.

Τώρα μεγάλωσα κι εγώ κι όλα μου γύρω αλλάξαν.
Βλέπω το χώμα σου, λειψό. Τ’ άνθη σου, σα ν’ αρπάξαν…

(Μα… σου τα πήραν, όλα σου; Δεν άφησαν κλωνάρι;
Λες πια να τρώνε γιασεμί; Σε πέρασαν για στάρι;)

Ήθελα κι άλλα να σου πω, μα δεν που σε χορταίνω.
Μπορεί του χρόνου να ‘μαι δω, μπορεί και να πεθαίνω.

——————-

Λύπη ποτέ δε μου ‘δωσες παρά χαρά μονάχα.
Τέτοια γλυκάδα ευωδιαστή, πώς ήθελα για να ‘χα!


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Για να μην ξαναγίνουμε μετανάστες

Ήμουν μέρες στο κοινοβούλιο, απ’ έξω…
περιμένοντας ελπίδα κι έστω μία συγνώμη.
Των αστυφυλάκων άκουσα τη γνώμη,
και είπα το παιχνίδι τους μην παίξω.

Στην πλατεία του Συντάγματος, ξύλο –
κάποιος με σπασμένο το κεφάλι –
τι βαράς τον κόσμο ρε ρεμάλι –
τράβηξα photo για να τη στείλω

σε κάποιο δημοσιογραφικό γραφείο,
να την τυπώσουνε στα πρωινά νέα:
«Προσδοκούμε χιλιάδες μία νέα ιδέα,
παρακαλώ να τη δώσετε στο τυπογραφείο.

Εμείς προσπαθούμε με ήθος και πάλη,
δίχως δακρυγόνα και χειροβομβίδες κρότου.
Ο καθείς σαν καημό το ‘χει μες στο μυαλό του,
στων παιδιών του το πιάτο μια μπουκιά για να βάλει.»

(Τι χτυπάς ρε τσογκλάνι; πες μου!
Ποιον πατέρα ντροπιάζεις και δέρνεις;
Ποιος σε σπούδασε για ν’ αποπαίρνεις;
Ποιος, τον τρόμο στο δρόμο να σπέρνεις;)

Αηδιασμένη απ’ το ξύλο, άφησα πίσω
τους πατριδοκάπηλους του κοινοβουλίου μέσα,
που δίχως ντροπή, σεβασμό και μπέσα,
μ’ έκαναν να σκεφτώ την Ελλάδα ν’ αφήσω.

Μα πάλι, σκέφτηκα, τι μου φταίει κι εκείνη,
όταν κάποιοι δεν ξέρουν ή δεν έχουν τον τρόπο…
Για μένα, όποιος θέλει ν’ άρχει ορθά σ’ ένα τόπο,
το δικό του το ήθος πρέπει πρώτα να κρίνει.


©Δήμητρα Δελακούρα

¨˜°º۩º°˜¨

Έλληνααααααααα!! :


Σου λεν Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και Kάπα Kάπα.
Μα τι πιστεύεις, πως αυτοί σε θέλουν για μακάκα;
Έχουν καρδιά, αδαμάντινη! ακέραιο... χαρακτήρα.
Αυτοί πασχίζουν για τα σε και την καλή σου μοίρα.

Δεν σκέπτεσαι; Δ’ αισχύνεσαι; Γιατί τους αποπαίρνεις;
Μήπως ζαβά κοιμήθηκες κι όλα στραβά τα παίρνεις;
Βλέπεις να θέλουν το κακό; Σε πάνε για τη Γυάρο;
Μήπως τα φταίει η αγάμη@η η Merkel, η γαϊδάρω;

Είν’ άνθρωποι, μωρέ!! κι αυτοί, έχουν αδυναμίες…
Μην τους θωρείς ελέφαντες, λιοντάρια, καρχαρίες.
Αν είχαν, απ’ το υστέρημα θα σου 'διναν, αμέεεσως!
Ήθελες να 'χεις νόμισμα, los mexicanos pesos?

Άει! αχαΐρευτε, κουτέ, τεμπέλη και σακάτη:
Δήθεν τυφλός και μ’ οδηγάς Taxi και Maserati.
Στήσε τ’ αυτί σου, ρεεε!!! να δεις πόσα καλά σού τάζουν.
Οι βουλευτές, ιδρώνουνε!! νομίζεις.... παπαριάζουν;

Από του χρόνου, θα 'χεις chip την ώρα που γεννιέσαι.
Αυτοί σού θέλουν το καλό κι εσύ τους απαρνιέσαι.
Τούρκο μην ήθελες, Αγά; Τον Τσιριχτή, να γιάνεις;
Αγνώμονας, είσαι; ή θες μωρέ να μας τρελάνεις!;!;!;!

©Δήμητρα Δελακούρα


http://dimitradelakoura4.blogspot.gr/

Δωρεάν Ηλεκτρονικό Βιβλίο
http://joom.ag/0Hpb

Ανθολόγιο 2004 – 2014





 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Ελεύθερος στίχος - Ποίηση
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Η ψυχή μου, αφημένη κορδέλα στον άνεμο... Δήμ Δελακούρα
 
YABER
09-06-2013 @ 13:37
::up.:: ::up.:: ::rock.::
jasmine15
09-06-2013 @ 17:06
Δεν είναι βάσανο η ζωή. Το ψέμα, είναι αλλού...

Καταπληκτικό!!!!!

::up.:: ::up.:: ::up.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο