Μαύρη η οθόνη και στη μέση μια κουκίδα
-κάτασπρο όνειρο, που μίκρυνε θαρρείς-
όσα τολμήσανε τα μάτια μου και είδαν
έγιναν θύελλες που μ’ έπνιξαν νωρίς.
Όλα όσα έψαχνα –ονείρατα ουσίας-
ταξίδια ξένα μες στα βάθη του καιρού
ακουμπημένα στους βωμούς μιας απουσίας
και στις παλάμες κάποιου κάτασπρου νερού.
Όλα όσα γύρεψα – της μέθης δυο σταγόνες-
να ξεδιψάσουν την ψυχή μου δυο στιγμές
να με πετούν στους ουρανούς για δυο αιώνες
κρύβοντάς μου το τίποτα, σε δυο βαθιές ρωγμές.
Όλα όσα αγάπησα – ταξίδια μαγεμένα-
παγιδευμένα σε μια ξένη ακρογιαλιά
να ‘ταν απόψε τα πελάγη ανοιγμένα
να ‘ρχόσουν και να μ’ έπαιρνες, μονάχα μια αγκαλιά!