| ΠΕΡΙ ΘΑΥΜΑΤΟΣ
"Έκανα τους θνητούς να πάψουν να προβλέπουν το θάνατό τους ως μοιραίο".
"Και τι φάρμακο βρήκες γι' αυτό;"
"Τους έδωσα τυφλές ελπίδες".
Έκτη Πλειάδα με φως που αχνοφαίνεται στις άκρες του Ουρανού,
φύση ανάμικτη με αμβροσία και αίμα πορφυρό,
μπορεί και να ‘χαν τα δικά σου χέρια βραχεί απ’ το νερό της Στίγας
μα κανείς δεν θα ρωτήσει, κανένας δεν θα πει
τί κι αν επίμονα προσπαθείς να ανοίξεις τα βλέφαρά σου;
Κανείς δεν θα ρωτήσει, ποιό είναι αυτό το φως το ασθενές,
το άμορφο-η κόψη μιας απόφασης που μένει ανοιχτή.
Αστεροειδής νούμερο 1866.
Πέρασαν στ’ αλήθεια τόσα χρόνια!
Τότε που άνοιγε τα μάτια του ο Κριστόφ,
ενώ μαυροφορούσα η Ήβη βυθίζοταν στο πένθος.
Η αρχή και το τέλος, δυο κλωστές σύμμετρες που μετριούνται,
μια πέτρα που κυλά από την κορυφή μέχρι τα νύχια του κορμιού μου
ατέρμονες πορείες,
τον ιδρώτα σου έχουν πάνω τους τα μεγάλα μου όνειρα.
Κι όλο πλησίαζε η οργή του κλειδοκράτορα.
Ώσπου φούσκωσε ο Ελλήσποντος κι έσκασαν σαν δέρμα άρρωστο
τα έγκατα της γης.
Έβλεπα ανθρώπους και ζώα να τρέχουν να σωθούν,
σχεδόν πνιγμένοι, σχεδόν μετανιωμένοι
να δίνουν ο,τι έχουν για μια θέση στης Πύρρας το καράβι.
Και το πλοιάριο θαλασσόδερνε στα κύματα δοσμένο
και τα κατάρτια του δοκίμαζε το μένος κι η αγανάκτηση
για τους ανθρώπους που θνητοί δεν θέλησαν να μείνουν,
για το γένος που με πλίνθους βάλθηκε να χτίσει ουράνια οδό,
γι’ αυτούς φούντωνε η φωτιά, γι’ αυτούς λυσσομανούσε η καταιγίδα.
Σ’ ένα πλοιάριο που θαλασσόδερνε δυο ψυχές περίμεναν το θαύμα.
Για εννέα νύχτες οι λύκοι αγροικούσαν μανιασμένα,
κι ύστερα σιωπή.
Ξημέρωσε Άνοιξη χωρίς χειμώνα πριν
και μέρες χωρίς νύχτες.
Είδαν τα μάτια μου βουνά γονατισμένα,
νησιά που γίναν θάλασσες και θάλασσες νησιά,
μιαν εποχή ξεριζωμένη, εγώ περίμενα το θαύμα.
Ο πρώτος Έλληνας γεννήθηκε εκείνο το πρωί,
μια πέτρα κι αυτός, όπως όλες οι πέτρες,
κουρνιασμένη στο χώμα,
κείνη την πρώτη τη φορά που αντίκρισε τον κόσμο
είδε τους γονείς του να χουν την πλάτη γυρισμένη
και τα μάτια με μαντήλια σφαλιστά
και του παν «ησύχασε, φτιάχνουμε απ’ την αρχή τον κόσμο».
«Κι ας έρθουν ίπποι δούρειοι και μαύρες κατοχές,
ας έρθουν αποχωρισμοί και προσφυγιά και πόλεμοι που
ίδιο αίμα χύνεται κι ίδιο σπαθί χωρίζει, ησύχασε.
Φτιάχνουμε απ’ την αρχή τον κόσμο».
Δε φτάσαν τ’ άλογα του Γλαύκου ή της Πανδώρας το κουτί,
του Σίσυφου οι απατηλές υποσχέσεις δεν έφτασαν
να ξεπλυθούν οι αμαρτίες του κόσμου.
Και το πλοιάριο αρμενίζει ταλαίπωρο ακόμη,
αποχαιρετώντας μιαν άλλην Ατλαντίδα.
Καθώς τα μάτια κλείνω και σκύβω στο χώμα
ακούω στο βάθος διακεκομμένες τις φωνές της Περσεφόνης
να ζητάνε μια πατρίδα,
περιμένοντας το θαύμα στου απογεύματος τους ίσκιους.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|