| Η ώρα. Κάποια στιγμή απροσδιόριστη. Μάλλον στο χθες.
Ο τόπος. Κι αυτός δυσπρόσιτος.
Τριγύρω σιωπή.
Μια απόλυτη, εκνευριστική, αμήχανη σιγή.
Μόνο το θρόισμα των φύλλων τον ξυπνά. Κάθε τόσο.
Ένα επαναλαμβανόμενο θρόισμα.
Μια ρυθμισμένη θύμηση, μια υπόμνηση της φύσης και της θέσης του.
Απλώς, να μην ξεχνιέται, μην παρασύρεται. Αλλού.
Κι ο ήχος των εαρινών κελαηδισμών απαλός, ελαφρύς.
Του ανοίγει κι αυτός τα μάτια. Έξαφνα. Δίχως να το περιμένει.
Τότε, κι ο άλλος, ο δεύτερος, εαυτός του εκεί.
Τυλιγμένος σε προσευχές κι ελπίδες.
Με τα χέρια απλωμένα πάνω του.
Νιώθει τριγύρω τη θαλπωρή.
Τα βλέμματα που τον ραίνουν. Με αγάπη και φως.
Μα, δεν αρκεί. Είναι για λίγο.
[…]
Τα μάτια σκοτεινιάζουν πάλι.
Βυθίζονται σε έναν ανεξιχνίαστο μονόδρομο.
Μόνος, καθώς είναι, επιλέγει να τον βαδίσει.
Σκυφτός. Νικημένος κι αποκαμωμένος.
Έχοντας σαφή την επίγνωση της ήττας του.
Της δικής του αδυναμίας. Με συνείδηση ήσυχη, μα ηττημένη.
Η προσπάθεια τον κούρασε, η στιγμή τον κατέβαλε.
Αποδέχτηκε κι αυτός ως άνθρωπος την ήττα του.
Κι έγειρε πάλι το κεφάλι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|