| Θυμάμαι στα μικράτα μου σαν έστεκες σιμά μου
γύρναγα και σε κοίταγα μ' ένα κρυφό καμάρι
το χέρι σου σαν χάϊδευε για λίγο τα μαλλιά μου
συλλογιζόμουν γελαστός ποιος στη δική μου χάρη.
Θαρρούσα πάντα εσύ για με θα 'σαι ο επί γης θεός μου
εκείνος που όλα τα μπορεί και που όλα τα γνωρίζει
ψηλός, γερός, πανέμορφος κι ολότελα δικός μου
προστάτης μου παντοτινός, όσο η γη γυρίζει.
Θυμάμαι, όταν τραγούδαγες, πως γλύκαινε η ματιά σου
πως αναγάλλιαζε η ψυχή, καθώς χαμογελούσες
με πόση αγάπη κοίταζες τα δυο μικρά παιδιά σου
πόσα όνειρα έκανες για αυτά και πόσα καρτερούσες.
Λιγάκι σαν μεγάλωσα, πάλι σ' είχα κοντά μου
ήσουνα εκεί για τις χαρές, ήσουν και για τις λύπες
πιότερο κι από μένανε χαιρόσουν στη χαρά μου
υπομονή στα ανάποδα κι όλα θα στρώσουν μου είπες.
Ούτε που το κατάλαβα πως κύλησαν τα χρόνια
ήτανε φαίνεται γραφτό έτσι άρρωστος να μείνεις
δεν το άντεχα και πλάνταξα να βλέπω στα σεντόνια
εσένα τόσο ανήμπορο να λιώνεις και να σβήνεις.
Μακρυά έφυγες ένα πρωϊνό σαν το χελιδονάκι
στα ουράνια που φτερούγισε και πέταξε κι εχάθη
ήρθε η σειρά μου να το πιω τέτοιο πικρό φαρμάκι
από τα πιο χειρότερα που έχει ο καθείς να πάθει.
Εψές σ' είδα στον ύπνο μου κι ήσουν, μου εφάνη, ωραία
παλιά τραγούδια έλεγες μιαν όμορφην εσπέρα
αγγέλοι κι αγγελόπουλα σου κάνανε παρέα
δάκρυσα και σου μίλησα "πως μου 'λειψες πατέρα'".
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|