|  | Να πιάσω απ τη ράχη του ήλιου
 και κατεβαίνοντας ως την εξοχή του στερεώματος,
 απόσταση του βραδυού του λαβωμένου
 από του έρωτα του ανθρωπομακελάρη τα κουτάβια,
 που τρέφει ο αλήτης με τα χέρια
 με ψίχουλα από μήνες Δεκεμβρινούς
 ανάκατα με τις λεπτόμακρες στάχτες από τα σκούρα που καπνίζει.
 
 Να κάμω να ασπαστώ της σιωπής τη θρησκεία ;
 Να αγγίξω δαχτυλίδι από μέταλλο που τραγουδίζει,
 πονεμένα τα στόματα μου θα μείνουν.
 Βαρκούλες κατάμονες από το γαλανό
 που κρατά η αλήτισσα, ανεβασμένο στους γοφούς.
 Τεχνάσματα σαρακηνά, στου δαίμονα τα χάη.
 Θλιβερές εναντιώσεις στης νιότης τον αντίλαλο,
 
 εεΕ που βροντοφώναζε:
 Κάνετε νόμους,  οι αλήτες να μην πειράζονται.
 Οι γόησσες να μην χαλαλίζονται
 στου γογγητού την τέχνη.
 
 εΕΕ με άθραυστη οργή:
 Τιμή σε όποιον στέκεται ξενοπροστάτης.
 Της πανανθόσπαρτης γης άξια γέννα.
 Το τέρας και η τάξη που μας κυνηγάει
 είναι απλά ένας μικρός , ευλογημένος φόβος.
 
 
 {Α}
 
 
 
 | 
 |  |  |  |  |  |  |  |  | Στατιστικά στοιχεία |  |  |  |  | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 0
 
 |  |  |  |  |  |  |  | 
 
 
 
 |