| [I]Ποριώτης Ανδρόνικος, 5 ετών, Θες/νίκη[/I]
Η μαμά του παρακολουθεί στην τηλεόραση μια εκπομπή για τα ναρκωτικά..
Ο Ανδρόνικος ακούει άγνωστη λέξη και ρωτάει:
— Μαμά, χασικλήδες είναι αυτοί που χάνουν τα κλειδιά τους;
[I]Μιχάλης, 4 ετών[/I]
Περπατάει γύρω από τη μαμά του και την κοιτάει προσεκτικά. Τελικά η μαμά του βαρέθηκε και εκνευρισμένη ρωτάει:
– Τι τριγυρνάς! Τι κοιτάς!
– Θέλω να δω αν ο μπαμπάς λέει την αλήθεια. Πάντα λέει στην υπηρέτρια: «Καλή μου! Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Η γυναίκα μου έχει μάτια και στο σβέρκο της».
[I]Γιωργάκης, 6 ετών[/I]
Εμπιστευτικά λέει στον φίλο του:
– Εγώ ξέρω πώς να κάνεις παιδιά!
Εκείνος, με ύφος:
– Σπουδαία τα λάχανα! Εγώ ξέρω πώς να μην τα κάνεις!
[I]Γιωργάκης, 4 ετών και η μαμά του[/I]
Όταν η μαμά του του έκανε μπάνιο εξέταζε τους ορχείς του και ρώτησε:
– Μαμά, αυτά είναι το μυαλό μου;
– Όχι ακόμα, απάντησε εκείνη.
[I]Κούτλα Χριστίνα, 2,5 ετών, Θες/νίκη[/I]
Ο μπαμπάς της αλλάζει τα ρούχα του και η Χριστίνα πρώτη φορά τον βλέπει με σλιπάκι. Η φύση της προεξοχής μέσα στο εφαρμοστό σλιπάκι αμέσως γίνεται αντιληπτή και η Χριστίνα με γουρλωμένα μάτια τρέχει στη μαμά να της ανακοινώσει:
— Μαμά! ο μπαμπάς έκανε κακά!
[I]Μαρίνα, 4 ετών[/I]
Κάθεται και με τις ώρες χτυπάει τα πλήκτρα στο κομπιούτερ του παππού της. Του είπε ότι γράφει μια ιστορία.
– Για τι πράγμα γράφεις; τη ρώτησε ο παππούς.
– Μα είσαι κουτός, του απάντησε η μικρή, αφού δεν ξέρω ακόμη να διαβάζω.
[I]Λουκάς, 5 ετών[/I]
Ένα βράδυ που είχε δυνατή καταιγίδα, ζήτησε από τη μαμά του:
– Μαμά, θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε; Φοβάμαι….
– Όχι, αγάπη μου, είπε η μαμά. Αφού το ξέρεις ότι πρέπει να κοιμηθώ με τον μπαμπά.
– Φοβάται πιο πολύ από μένα ο μπαμπάς.
Ένας Εβραίος το 1991 έφυγε με τη γυναίκα του από το Λένινγκραντ στο Ισραήλ και μετά από μερικές μεταβιβάσεις εγκαταστάθηκε στην πόλη Ναζαρέτ. Βρήκε δουλειά, έκανε παιδί, ένα όμορφο αγόρι με μεγάλα μάτια και σγουρά μαλλιά. Και αφού στην Αγία Πετρούπολη (το σημερινό όνομα της πόλης Λένινγκραντ) άφησε το διαμέρισμά του μια φορά τα δυο χρόνια έρχεται στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Εδώ μαζεύει τους γνωστούς και φίλους, και τους διηγείται για τη ζωή του στο Ισραήλ.
Την τελευταία φορά ήρθε μαζί με τον εφτάχρονο αγόρι του. Πήγανε μαζί να κάνουν βόλτα στην πόλη και βρεθήκανε μπροστά στο Ναό του Αγίου Νικόλα. Στην είσοδο καθόταν μια ζητιάνα. Η γριούλα μουρμούριζε για την σκληρή μοίρα της, για το μοναδικό παιδί της που σκοτώθηκε, για τη μίζερη ζωή της και παρακαλούσε τον Κύριο να 'ρθει να την πάρει μαζί του. Ο πατέρας αυτή τη στιγμή πήγε στο περίπτερο ν' αγοράσει εφημερίδες, αλλά ο γιος του στεκόταν μπροστά στην γριά και με προσοχή και συμπαράσταση άκουγε τα λόγια της (πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε ζητιάνα). Στεκόταν, άκουγε και τελικά θέλοντας να την παρηγορήσει είπε:
- Μην κλαις γιαγιά, όλα θ' αλλάξουν, όλα θα πάνε καλά η ζωή σου θα είναι ευτυχισμένη και χαρούμενη …
Η γριά άκουγε με ανοιχτό το στόμα και μετά ρώτησε:
- Από πού είσαι αγγελούδι μου;
Το αγόρι απάντησε:
- Από τη Ναζαρέτ…
Η γιαγιά έπεσε ξερή.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 10 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|