| Με δίψασες κι έγινα πηγή
με έψαξες κι έγινα καταφύγιο σου
κι όταν χειμώνιασε σου' φτιαξα μια φωτιά με δυο χέρια
τα πόδια τα φόρεσα στην σκέψη μου
για να’ρχεται πάντα κοντά σου.
Τα μάτια μου τα έδωσα στον φύλακα-θεό σου
-έτσι σ’ αγάπησα-
Οι άλλοι κοιτούσαν περίεργα
τραβιόντουσαν πιο πέρα από αδυναμία
φορούσαν ξανά και ξανά τα ίδια προσχήματα
εγώ σου μιλούσα για αισθήματα γυμνά
για σπίτια που χτίζονται εν μία νυκτί
από ουράνια υλικά νεφελωμάτων.
Σου έδειξα τη ζώνη του Ωρίωνα’
το μεσαίο της άστρο, σου είπα,
εκείνο που συγκρατεί εσένα κι εμένα
το λένε αγάπη. Ύστερα σε έζωσα μια λουρίδα φως
-μπορεί και να ξημέρωνε εντός μας-
κι άρχισε η νύχτα να συστέλλει το εύρος της
ανάμεσα στους ανθρώπους.
Δεν είναι από ύλη ετούτος ο έρωτας
μήτε και στέκει μια στιγμή να αφουγκραστεί.
Χτυπάει και φεύγει. Να, βλέπεις;
Το τελευταίο του βέλος το κράτησα για’ σένα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|