Τα μάτια σου κύβερναε νωπή γυάλινη θλίψη
σαν να νατε ακόμα υγρή η μπλε λαδομπογιά
ήξερες απ' τη μάνα σου μονάχα πως θα λείψεις
αν αποφάσιζες να βγεις στους δρόμους του νοτιά
Αναμεσίς στα δόντια σου σφιχτά κράταες το κέρμα
το κόμιστρο του αιώνιου διαμετακομιστή
μα πίσω σου δεν έριξες ούτε στιγμή το βλέμμα
μήπως και δεις κυματισμό, μήπως συγκινηθείς
φέρνω μια εικόνα μοναχά ζεστή μες το μυαλό μου
κάθε που κύμα μυριστώ κάθε που δω νερό
πως είχες φεύγοντας πιαστεί σφιχτά απ' το λαιμό μου
και μου λεγες: καρτέρα με μα δεν ξαναγυρνώ
ξαγρύπναε στην ανάσα σου η μυρωδιά κυμάτου
στα χείλη σου ολοκόκκινη πορφύρινη η σιωπή
πως άφησες τις θάλασσες για δρόμους του χωμάτου
πως άφησες τα πέλαα κόρη θαλασσινή