| Ένα δύο τρία
Στην νύχτα που κάθισε στην άσφαλτο
Τα κολωνάκια περίσσευαν
Και μετρούσα μόνο τα φώτα
Τρία τέσσερα πέντε
Και κάπου εκεί έχασα το μέτρημα
Αμάξια πόδια
Πόδια κεφάλια φανάρια
Τι σημασία είχε τι έβλεπα αφού με τύφλωνες
Ξεφυσούσα και δεν έβγαινε μια λέξη
Αλλά ο δρόμος μιλούσε
και δάκρυσα
για όλα εκείνα τα μακριά
Τα πιο μακριά κι από σένα
Όταν με ξέχασες
Χωρίς να με γνώρισες
Όταν ξέχασα κι εγώ
Άδειος άσχημος
Κι ωραίος
Να σιγοπαίρνω τις άμαξες για τα τρένα
Για να φτάνω στο μπάρ
Να με σερβίρεις ένα ένα τα ποτά
Και στη σειρά ένα ένα τα μολύβια
Να με λιώνουν γράφοντας
ότι θυμάμαι από κεριά
να με μεθούν με
όποια δάχτυλα σου με πλησίασαν κομήτες
με ανταύγειες από όλα τα τρένα που έφευγαν
Και ας μην έφευγαν
Κι ας μην ήσουν κι εσύ κι εγώ
Ξανθοί μέσα στα μαλλιά σου
Που θα μπλέκαμε τους παραδείσους
Από πίσω κάπου ξεχώριζα
Τι επιτέλους συμβαίνει
Έπειτα
έβλεπα τα όμορφα
Γυάλιζαν τα μάτια
Κι ότι κυλάει μαζί με το αίμα
πιο κοντά το έφερνες εσύ μαζί με το ποτό
και τους περαστικούς
που ανέβαιναν την Ασκληπιού
ταιριαστοί κι αλώβητοι
να σταματάνε μπροστά στη τζαμαρία
για να αποκτήσουν όλα νόημα
στην ακινησία.
Αλλά δεν είναι το ποτό
Δεν είναι καν που βρισκόμασταν εκεί
εσύ κι εγώ
Αραχώβης κι Ασκληπιού
Είναι που κάποτε μας ζύγωσε η ανάγκη
άϋλη και βιαστική
αδιάφορη όπως πάντα για το χρόνο
έγειρε προς τον μέρος μας
κι ύστερα
κατέβηκε το σκαλί της εξόδου
χωρίς σημασίες από κορμιά
χωρίς βλέμματα και χειρονομίες
Ίσως κάποτε, μας είπε, διψάσει
κι ίσως περάσει κάτι να πιει
αλλά αν κάποιοι διψάνε από το πρωί
εσύ θα τους χαμογελάς τα βράδια και θα τους σερβίρεις ποτά
για να παίρνουν νωρίς η αργά
το δρόμο τους
από τη Βερανζέρου
με έναν ευθεία πλάγιο άνεμο
προς την επόμενη νύχτα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|