| Ο κάβος
Κι έμεινε κει . Το πέλαγος, το κύμα να κοιτάζει. Παρέα με τις θύμησες, που μείναν μαγεμένες, πούναι γοργές σαν άνεμος, στου χρόνου τα χωράφια, που έρχονται σαν την αστραπή και την καρδιά την καίνε.
Κρατάνε την υπόσχεση πούμεινε παγωμένη,
φυλακισμένη στη καρδιά και του μυαλού μαχαίρι.
Τα βλέφαρα δεν κλείνουνε, στάζει μόνο ένα δάκρυ,
τα χέρια δένει η μοναξιά και την ψυχή βουλιάζει.
Βγαίνει βαθύς ο στεναγμός το κύμα π΄αγριεύει,
παίρνει μαζί του ένα γιατί, ψυχής απομεινάδι,
το γυροφέρνει ο νοτιάς χάνεται απ το μάτι,
μα το ξεβράζει η θάλασσα, στα πόδια της ανάσας.
Κάποτε γιόρταζε η καρδιά σε τούτο το ακρογιάλι,
ήτανε νύχτες της χαράς στου φεγγαριού τον ίσκιο,
όμως ο ίσκιος τράνεψε και σκέπασε το φώς του,
και την καρδιά σημάδεψε μια νύχτας ο χωρισμός.
Λύσσα το κύμα τον κτυπά ,τον κάβο νεροτρώει ,
κάβος θα γίνεται η καρδιά, στου χωρισμού το κύμα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 3
| | | | | | |
|