| Μία χήνα με χαρά
περπατά καμαρωτά,
έχει κάτασπρες φτερούγες
και δυο μάτια ζωηρά,
τα χηνάκια της κι αυτά
είναι καμμιά δεκαριά,
πλατσουρίζουν στις λακκούβες
και φωνάζουν δυνατά,
κάθε μέρα ξεκινά
το κοπάδι στη σειρά,
κι όλο παίζουν κυνηγιούνται
και κουνάνε τα φτερά,
και τσιμπάνε βιαστικά
χορταράκια γευστικά,
πάνω κάτω αμολιούνται
και μαζεύονται ξανά,
κάπου πέρα στη γωνιά
ένας χήνος σταματά,
και κοιτά γοητευμένος
τη χιονάτη ομορφιά,
και χτυπάει η καρδιά
και θολώνει η ματιά,
τρέχει ενθουσιασμένος'
να τη δει κι από κοντά,
τη φλερτάρει πονηρά
και μαζί της περπατά,
πτερακίζει να της δείξει
τα μεγάλα του φτερά,
και η χήνα μ' όλα αυτά
χαμογέλασε κρυφά,
θέλησε να του χαρίσει
ένα βλέμμα τρυφερά,
τα χηνάκια της ξεχνά
και κοντά του τριγυρνά,
κι ένα πέταγμα μαζί του
δοκιμάζει ξαφνικά,
αιωρείται στα ψηλά
με ατέλειωτη χαρά,
υπακούει στη φωνή του
που την προσκαλεί γλυκά,
τα χηνάκια μοναχά
βγήκανε απ' τη σειρά,
αραιώνουν και σκορπάνε
χάνονται στην καλαμιά,
ένα πήγε δεξιά
και το άλλο αριστερά,
κι άλλα δυο μικρά βουτάνε
στης λιμνούλας τα νερά,
μερικά πιο ζωηρά
πέταξαν σε μια πλαγιά,
κι έμειναν δυο ξεχασμένα
να κοιμούνται στη δροσιά,
φεύγει η μέρα βιαστικά
και ο ήλιος ξεκινά,
για να δύσει μαγεμένα
στ' ουρανού την αγκαλιά,
τρέχει η χήνα τώρα πια
μα χαθήκαν τα παιδιά,
κι όλο σκούζει και φωνάζει
για να μαζευτούν ξανά,
και βουτάει στα νερά
και τα ψάχνει στη φωλιά,
τι το ήθελε το νάζι
μάνα με μικρά παιδιά;
mariso.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 10 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|