Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132741 Τραγούδια, 271229 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Μυρτώ μου
 
«Μυρτώ φοβάμαι!» είπε στην κοπέλα που καθόταν δίπλα της και τα όμορφα πράσινα μάτια της γέμισαν δάκρυα! «Φοβάμαι πολύ! Είσαι η καλύτερή μου φίλη δε θέλω ποτέ να σε χάσω ! υπόσχεσαι να μη μ’ αφήσεις ποτέ μόνη;» και η κοπέλα με τα όμορφα καστανόξανθα μαλλιά και τα μεγάλα καστανά μάτια που ασπαζόταν το λυγμό της φίλης της έκανε μια προσπάθεια με τα χέρια της να εντοπίσει το μάγουλο της και τη χάιδεψε απαλά , πολύ απαλά λες και φοβόταν μήπως την πονέσει!
« Εδώ θα μαι Μαρία μου! Ό,τι και να γίνει θα ζω πάντα μέσα στην καρδιά σου!»
Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν! Η Μυρτώ έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε από το αναπηρικό καροτσάκι της! Έμοιαζε να μην αναπνέει . Η Μαρία την πλησίασε αργά , την πήρε στην αγκαλιά της , της φώναζε συνέχεια «Μυρτώ μου , Μυρτώ μου» . Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της . Με σιγανή φωνή και ικετευτικό τόνο είπε αυτή τη φορά « Μυρτούλα μου άνοιξε τα ματάκια σου σε παρακαλώ! Μη μου το κάνεις αυτό! Υποσχέθηκες ότι δε θα μ αφήσεις ποτέ μόνη! Εμείς οι δυο είμαστε αχώριστες!» . Η πόρτα του μεγάλου κτιρίου που βρίσκονταν τα δυο κορίτσια άνοιξε και μπήκαν μέσα δυο μαυροφορεμένοι άντρες , τα πρόσωπά τους φαίνονταν γνώριμα μα η Μαρία δεν μπορούσε να τους θυμηθεί . Το μυαλό της ήταν θολωμένο. Ο ένας από τους δύο άρπαξε απ τα μπράτσα τη Μαρία αναγκάζοντάς την ν αφήσει το άψυχο σώμα της φίλης της και ο άλλος πήρε το άτυχο κορίτσι στην αγκαλιά του κι έκανε να φύγει. Η Μαρία η οποία βρισκόταν σε κατάσταση σοκ απ όλα όσα είχαν προηγηθεί στη θέα αυτής της εικόνας αντέδρασε. « Που πάτε τη Μυρτώ μου; Αφήστε την κάτω! Μη μου παίρνετε τη Μυρτώ μου!» , μα ο μαυροφορεμένος άντρας δεν έδωσε σημασία στους λυγμούς της κοπέλας και κρατώντας στην αγκαλιά του τη Μυρτώ συνέχιζε το δρόμο του . Τότε η Μαρία άρχισε να χτυπά με μανία εκείνον που την κρατούσε προσπαθώντας να ελευθερωθεί από τη δύναμή του και να σώσει τη φίλη της! Όμως ο μεγαλόσωμος μαυροντυμένος άντρας ήταν πολύ δυνατός ! Η Μαρία άρχιζε να ουρλιάζει « Μυρτώ! Μυρτώ! Μυρτώ μη μ αφήνεις!» όμως η Μυρτώ δεν την άκουσε. Τότε η Μαρία χτύπησε με το τακούνι της το πόδι του μαυροντυμένου άντρα που την κρατούσε και κατάφερε να τον πονέσει τόσο ώστε να καταφέρει να ξεφύγει από τη φυλακή των χεριών του. Άρχισε να τρέχει με μανία προς το μέρος του άλλου μαυροντυμένου άντρα που κρατούσε το άψυχο σώμα της φίλης της. Κόντευε να τους φτάσει όταν ξαφνικά ακούστηκαν πένθιμες οι καμπάνες. Πάγωσε το βλέμμα της , καρφωμένο στο σώμα της φίλης της που το κρατούσε εκείνος ο άντρας. Η Μυρτώ δεν ανέπνεε και το χρώμα του δέρματός της είχε μία πινελιά θανατίλας! Άτιμο πράγμα ο θάνατος! Σε παίρνει σε ένα ταξίδι σύντομο για να βρεις το στερνό σου λιμάνι και να χάσεις όλα αυτά που αγαπάς! Η ψυχή της πλημμύρισε από απελπισία! Η Μυρτώ , ο μοναδικός άνθρωπος μετά τους γονείς της που την αγάπησε βαθιά και της στάθηκε καλύτερα κι από αδερφή δεν υπήρχε πια. Το μυαλό της δεν άντεχε να το πιστέψει αυτό κι η καρδιά της χτυπούσε με τόση ορμή μέσα στο στήθος της που νόμιζε ότι από στιγμή σε στιγμή θα ραγίσει. Ο πόνος της κορυφώθηκε όταν πίσω από το παράθυρο διέκρινε μια γνωστή φιγούρα να κλαίει με λυγμούς και να σπαράζει. Ήταν η μητέρα της Μυρτώς. Η καλή αυτή γυναίκα που πάντα ήταν σοφή και δυνατή τώρα έδειχνε εντελώς αδύναμη κι ανυπεράσπιστη. Ξαφνικά ένιωσε τα πόδια της να μουδιάζουν , το κεφάλι της ήταν έτοιμο να εκραγεί κι η καρδιά της δε χτυπούσε πια λες και κάποιο τρομερό θεριό την είχε ξεριζώσει! Το αδύναμο πια κορμί της άρχισε να παραδίνεται στη ζάλη και έπεφτε στο πάτωμα. Μα λίγο πριν πέσει το κεφάλι της στο πάτωμα ένιωσε ένα χέρι να την κρατά την τελευταία στιγμή. Ήταν ο μαυροφορεμένος άντρας που λίγα λεπτά πριν την κρατούσε «αιχμάλωτη» . «Μαρία είσαι καλά;» η φωνή αυτή της φάνηκε πολύ γνώριμη . Πίεσε τα μάτια της για να ανοίξουν και μέσα στη θολούρα διέκρινε το πρόσωπο του αδερφού της Μυρτώς! Ήταν όμως πολύ πιο διαφορετικός απ’ ότι τον θυμόταν. Στα μάτια του διαγράφονταν απέραντη θλίψη και ανείπωτος πόνος! Το μόνο που κατάφερε να ρωτήσει « Που είναι η Μυρτώ; Που την πάνε;» . Τα μάτια του αγοριού γέμισαν δάκρυα με δυσκολία κατάφερε να της πει « Ο μεγάλος αδερφός μας την πάει στην εκκλησία» . Γύρισε τότε το κεφάλι της και κοίταξε στο βάθος του διαδρόμου τον μαυροντυμένο άντρα που κουβαλούσε το άψυχο σώμα της φίλης της και ολοένα απομακρύνονταν. Ναι , τώρα το έβλεπε καθαρά , ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός της Μυρτώς . Ένιωθε ολοένα και περισσότερο την απελπισία να την πνίγει . Τα μάτια της βάραιναν ώσπου σφάλισαν τα βλέφαρα. Μέσα στον πυρετό και το χάος άκουγε μόνο μια φωνή γεμάτη αγωνία να φωνάζει τα όνομά της «Μαρία , Μαρία».
«Μαρία , Μαρία» στο άκουσμα αυτής της δυνατής και γνώριμης φωνής άνοιξε τα μάτια της. Αυτό που αντίκρισε ήταν το θυμωμένο ύφος της μητέρας της. « Μαρία μπορείς να μου πεις γιατί δεν έβαλες το ξυπνητήρι ; σε ένα τέταρτο έχεις μάθημα ζωγραφικής κι εσύ ακόμα κοιμάσαι! Ευτυχώς που ήθελα να δανειστώ το άρωμά σου και μπήκα στο δωμάτιό σου αλλιώς θα έφευγα δίχως να καταλάβω ότι κοιμόσουν ακόμα. Μα καλά που το έχεις το μυαλό σου;» . «Μαμά που βρίσκομαι; Η Μυρτώ πέθανε;» της είπε με εξασθενημένη φωνή . « Παιδάκι μου τι λες; Στο δωμάτιό σου βρίσκεσαι! Και τι είναι αυτά που λες; Χθες το βράδυ δε βγήκατε με τη Μυρτώ;» της απάντησε η μητέρα της με πιο τρομαγμένο τόνο αυτή τη φορά. «Ουφ ! Ευτυχώς ήταν απλά ένα όνειρο! Μαμά μου σ αγαπώ πολύ!» είπε και αγκάλιασε σφιχτά τη μητέρα της η οποία την κοιτούσε γεμάτη απορία. Γρήγορα ντύθηκε , έπλυνε το πρόσωπο και τα δόντια της , χτένισε τα μαλλιά της κι έφυγε για να συναντήσει την καθηγήτρια της. Κρατούσε στα χέρια της μια τσάντα με τ’ απαραίτητα σύνεργα ζωγραφικής , το κινητό και το πορτοφόλι της. Καθώς περπατούσε είδε μπροστά της ένα γέρο ζητιάνο που το μόνο πολύτιμο πράγμα που είχε πάνω του ήταν ένα κομπολόι φτιαγμένο από κεχριμπάρι . Προσπαθούσε απεγνωσμένα να το πουλήσει για να πάρει κάτι να φάει. Ήταν καλοκαίρι , οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από κόσμο όμως κανείς δεν του δινε σημασία. Η κοπέλα τον πλησίασε δειλά και του δωσε όσα νομίσματα είχε στο πορτοφόλι της. Ο γέρος έκανε μια κίνηση για να της δώσει το κομπολόι όμως εκείνη αρνήθηκε. « Παππού η ζωή είναι πολύ όμορφη όταν έχουμε ανθρώπους δίπλα μας να μας αγαπάνε. Κράτα το κομπολόι σου και φύλαξέ το! Σίγουρα σου θυμίζει κάποιον που αγαπάς πολύ!» ο γέρος της χαμογέλασε και της έσφιξε το χέρι.
Το μάθημα ζωγραφικής τελείωσε και η Μαρία ήταν πολύ ευχαριστημένη! Μόλις είχε φτιάξει ένα πορτρέτο της Μυρτώς και ανυπομονούσε να βρεθούνε για να της το κάνει δώρο. Ξαφνικά χτύπησε το κινητό της. Ήταν η Μυρτώ!
- Μυρτάκι μου…
- Έλα φέρμπι! Είσαι καλά;
- Καλά είμαι ψυχή μου! Εσύ;
- Κι εγώ καλά είμαι! Θα ήθελες να έρθεις από το σπίτι σήμερα το απόγευμα; Θα ήθελα να σε δω!
- Αμέ! Τι ώρα μπορείς;
- Γύρω στις επτά σε βολεύει;
- Ναι! Μυρτάκι μου…
- Πες το…
- Σ’ αγαπώ πολύ! Είσαι η καλύτερη φίλη που είχα ποτέ!
- Κι εγώ σ αγαπώ φέρμπι μου!
- Ωραία! Οπότε τα λέμε στις επτά το απόγευμα;
- Έγινε! Θα σε περιμένω!
Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό. Η Μαρία κάθισε σ ένα παγκάκι στην άκρη της πλατείας και παρατηρούσε τους περαστικούς. Άλλοι περνούσαν σκυφτοί κι αμίλητοι, άλλοι πολύ χαρούμενοι που κρατούσαν στα χέρια τους δεκάδες τσάντες από ακριβά καταστήματα , άλλοι εντελώς αφηρημένοι κι άλλοι εντελώς κουρασμένοι. Και τότε σκέφτηκε « τελικά αυτό που λείπει περισσότερο απ τη ζωή μας είναι η αγάπη! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή απ το να ξέρεις ότι οι άνθρωποι που αγαπάς είναι καλά και συνεχίζουν να απολαμβάνουν την ομορφιά της ζωής όπως κι εσύ!». Πήρε τα πράγματά της που τα χε ακουμπήσει δίπλα της και κίνησε για το σπίτι της! Ένιωθε τόση ανακούφιση που η αγαπημένη της φίλη ήταν καλά και υποσχέθηκε στον εαυτό της να μην αφήσει ποτέ κάτι κακό να συμβεί στη Μυρτώ! Τουλάχιστον όσο μπορούσε θα ήταν δυνατή και για τον εαυτό της και για τη φίλη της!



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 5
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Μισιρλού
 
Μαυρομαντηλού
12-11-2013 @ 15:20
ΜΑΡΙΑ ΜΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ!!!!!!!!!!!!!!!
ΔΙΑΒΑΖΑ ΤΡΕΙΣ ΣΕΙΡΕΣ ΠΗΔΑΓΑ ΕΙΚΟΣΙ.
ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΦΑΙΝΕΤΑΙ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
::wink.:: ::yes.:: ::yes.::
unfulfilled Desires
12-11-2013 @ 16:57
Μεγαλο πραγμα η αγαπη! σπουδαιο!
υπεροχο αυτο που εγραψες! η αδελφικη αγαπη ειναι τοσο δυνατη! βαθια ριζομενη μεσα μας και δεν πεθαινει ποτε.
προχθες ειδα ενα παρομοιο ονειρο, ειδα τον κολλητο μου να πεθαινει και ξυπνησα απο το κλαμα..ηταν μεγαλη ανακουφιση και για μενα που ηταν απλος ενα ονειρο. Δυστυχως συνηθος μεσα απο τετοιες στιγμες καταλαβαινουμε τις μεγαλες αξιες στην ζωη.
Α.Ε. ΕΠΕ
12-11-2013 @ 17:50
Όμορφο κείμενο!
rania.foka@yahoo.co.uk
12-11-2013 @ 17:56
::up.:: ::up.:: ::up.::
G.LEOU
12-11-2013 @ 18:53
Το περιστατικό με τον παππού και το κομπολόι το έχεις ξαναγράψει.
Κατά τα άλλα είναι υπέροχο το διήγημα σου.
::blush.:: ::love.:: ::hug.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο