Άγγελοι φτερούγισαν πάνω απ΄των σπιτιών τις καμινάδες
με μιαν αδιόρατη βοή που συνταράζει τη ψυχή,
τραγούδησαν ωσότου γλύκαναν τον πόνο απ΄τις μανάδες
που ΄χασαν γιους λεβέντες, λατρευτούς
στην άσπλαχνη του πολέμου την οργή.
Τους γιούς την άλλη μέρα πήγαν να χαιρετίσουν,
όρκο μεγάλο δώσανε κάποια στιγμή να σμίξουν.
Μόνο του Γιωργή δεν σάλευε η μάνα,
να τονε βρει πηγ΄η καημένη,
δεν άντεξε τον χρόνο να προσμένει.