| Δυο δεκάρες
κουράστηκα να περπατώ σε λασπωμένους δρόμους
και ν’ αντικρίζω γύρω μου σκουπίδια κι υπονόμους.
Σε κάθε βήμα άστεγος, ζητιάνος και χαμίνι
κι από την πόλη την παλιά σταλιά δεν εχει μείνει.
Δουλεύουμε ολομερής, για δυο κιλά φασόλια
κι εκτεθειμένοι είμαστε σε κάργες με πιστόλια.
Ειναι η χαρά μας κουρνιαχτός που αλάργεψε και παει
κι όλο το δίκιο, μεσα μας, εκδίκηση ζητάει.
Νωρίς στο σπίτι μου γυρνώ αφού δεν εχω φράγκα
κι ο γείτονας ο πονηρός μου κάνει και τον μάγκα
λες και δεν ξέρω πως κι αυτός στην ίδια χύτρα βράζει
κι ολομερής την φτώχια του τριγύρω κουβεντιάζει.
Ακόμα και ο έρωτας δίπλωσε τα φτερά του,
μάζεψε την φαρέτρα του, τα λίγα πράγματα του
και μετανάστης έφυγε να παει σ’ άλλους τόπους ,
να συναντήσει εύθυμους και ξέγνοιαστους ανθρώπους.
Σου το πα φίλε μη ζητάς, να βρεις σ’ αυτή τη κρίση,
καρδιά που να ‘ναι ικανή να σε κατανοήσει.
Εχει ο κόσμος βάσανα, μεράκια και λαχτάρες
και για τα σένα δεν χαλά μήτε και δυο δεκάρες. ρ
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 9 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|