| Στη χωματερή επικρατούσε ησυχία και μόνο από την πλευρά του δάσους ακουγόταν το κελάηδημα των πουλιών.
Η αλεπού έσπρωξε μία σακούλα με το πόδι της και έσκυψε να μυρίσει το περιεχόμενο.
Καθώς είχε από την προηγούμενη μέρα να φάει, έσκισε τη σακούλα και έγλυψε με λαχτάρα τα λάδια που έτρεξαν από μέσα.
Ένας θόρυβος απέσπασε την προσοχή της και ο φόβος την έκανε να αρπάξει βιαστικά το λάφυρό της και να τρέξει προς τα δέντρα.
Μόνο όταν απομακρύνθηκε αρκετά και μπήκε για τα καλά μέσα στο δάσος, πρόσεξε ότι πίσω από τη σακούλα είχε σκαλώσει
κάποιο αντικείμενο και το έσερνε στο δρόμο.
Ήταν ένα παιχνίδι, μία παιδική κιθάρα μισοσπασμένη και γεμάτη σκόνη.
"Αυτό δεν τρώγεται", σκέφτηκε η αλεπού και με όλη της τη δύναμη, τράβηξε τη σακούλα και χάθηκε στις φυλλωσιές.
Κάπου εκεί κοντά στα δέντρα, δύο σκιουράκια έτρεχαν χαρούμενα πάνω κάτω και κουνούσαν τις ουρίτσες τους ζωηρά.
Πιο εκεί, μία χελώνα απολάμβανε τον ζεστό ήλιο έχοντας κλειστά τα μάτια της και τα πουλάκια πέταγαν χαρούμενα ανάμεσα στα κλαδιά ,
κουνώντας τις πολύχρωμες φτερούγες τους.
Ξαφνικά, ακούστηκε ένα δυνατό ντρρααν και μετά άλλο ένα κι άλλο ένα, ντρρααααν..ντρρααααν. Τα ζωάκια πετάχτηκαν τρομαγμένα
και γύρισαν να κοιτάξουν προς το μέρος από όπου ακουγόταν ο ανυπόφορος αυτός θόρυβος.
Μία ασπρόμαυρη καρακάξα, όλο περιέργεια, είχε εντοπίσει την κιθάρα και θέλοντας να την περιεργαστεί, χτύπαγε με δύναμη τις χορδές
ξεσηκώνοντας όλο το δάσος στο πόδι.
Είχε αποροφηθεί τόσο πολύ από το νέο αυτό παιχνίδι, που έκανε και κάτι αρκετά παράτολμο.
Άρχισε να τραγουδάει δυνατά, γρατσουνώντας την κιθάρα και κράζοντας "κρααα...κρααα".
Τα ζώα και τα πουλιά σάστισαν και προσπάθησαν να κρυφτούν.
Ένας λαγός που πετάχτηκε ξαφνικά μέσα από τους θάμνους, φώναξε δυνατά προς την καρακάξα.
"Πάψε πια αυτή τη φασαρία, τι νομίζεις πως κάνεις;
"Τραγουδάω αν κατάλαβες καλά", του φώναξε περήφανα η καρακάξα.
"Τραγούδι είναι αυτό; Εγώ νόμιζα πως πέρασε χιονοστοιβάδα", απάντησε ειρωνικά ο λαγός.
Τα ζώα ακούγοντας τον καυγά, έτρεξαν και στάθηκαν μπροστά στην καρακάξα.
Και τότε άρχισαν όλα μαζί να μουρμουρίζουν και να αποδοκιμάζουν την αποτυχημένη προσπάθεια που έκανε
να δείξει το ταλέντο της στη μουσική και στο τραγούδι.
"Μόνο θόρυβο κάνεις κι ενοχλείς", της έλεγαν ένα ένα καθισμένα μπροστά της.
"Οι καρακάξες δεν κελαηδούν, δεν ξέρουν από τραγούδια, το μόνο που ξέρουν είναι το απαίσιο κράξιμο με την αγριοφωνάρα τους", φώναζαν γελώντας.
Η καρακάξα δεν άντεξε την προσβολή και πέταξε θυμωμένη στο κλαδί μιας μεγάλης μουριάς.
Καθισμένη εκεί ψηλά, κοίταζε τα ζώα που σκάλιζαν την κιθάρα και γέλαγαν χαρούμενα με τα καμώματά τους.
Ένας γρύλος που έστεκε λίγο πιο πέρα και είχε παρακολουθήσει τη σκηνή, πήδηξε ψηλά και μπήκε μέσα στην κιθάρα.
Από εκεί άρχισε να τραγουδά χωρίς σταματημό τη γνωστή του μελωδία, παρασέρνοντας και τα πουλιά, που έφτασαν από κάθε άκρη του δάσους.
Το υπέροχο τραγούδι απλώθηκε σαν ένα μαγικό πέπλο πάνω από το ποταμάκι, τυλίχτηκε γύρω από τα δέντρα, άγγιξε τις μουσούδες και τα αυτάκια
των ζώων, υψώθηκε ως τα σύννεφα και μέσα από τις αχτίδες του ήλιου έγινε μια λαμπερή ζωγραφιά.
"Μη στενοχωριέσαι", άκουσε η καρακάξα να της λέει μια φωνή από κάπου εκεί κοντά.
Κοίταξε γύρω της να δει ποιος μιλάει, αλλά δεν είδε τίποτα.
"Εδώ επάνω", της είπε πάλι η φωνούλα.
Η καρακάξα σήκωσε το κεφάλι της και είδε μία μικρή πράσινη κάμπια, να κρέμεται από ένα φύλλο της μουριάς.
"Πώς να μη στενοχωριέμαι, αφού δεν ξέρω να τραγουδάω και κάνω φασαρία", είπε λυπημένη.
"Όχι αν βρεις τον τρόπο", απάντησε η κάμπια.
"Τι λες τώρα, δεν άκουσες πως είμαι ατάλαντη και τους τρομάζω με την αγριοφωνάρα μου;".
"Επειδή δεν νιώθεις το συναίσθημα",της είπε η κάμπια.
"Το συναίσθημα;".
"Ναι, το συναίσθημα και τη φαντασία", ξαναείπε και καμπούριασε για λίγο πάνω στο φύλλο.
Ύστερα άρχισε να τραγουδά:
"Είναι κρυμένο πάντα εκεί,
κάπου βαθειά μεσ' στην ψυχή,
στα όνειρά σου τριγυρνά
και στην καρδιά φτεροκοπά,
τυλίγει χρώματα στο φως,
ανοίγεται σαν ουρανός,
κάνει τον ήχο μουσική,
κλείσε τα μάτια και θα'ρθεί".
"Δηλαδή, αν κλείσω τα μάτια μου θα καταφέρω να τραγουδήσω;",ρώτησε η καρακάξα.
"Μόνο αν βρεις το συναίσθημα και το κάνεις φαντασία", είπε η κάμπια.
Η καρακάξα προβληματίστηκε και σκέφτηκε πολύ.
Πέταγε από κλαδί σε κλαδί και προσπαθούσε να καταλάβει τι εννοούσε η κάμπια.
Άκουγε το τραγούδι που συνεχιζόταν επάνω στην κιθάρα και αναρωτιόταν τι να ήταν αυτό που έκανε τόσο όμορφες τις φωνές
και τόσο γλυκιά τη μελωδία.
Δίπλα της εκεί στο κλαδί, πλεγμένη μέσα στα φύλλα, μία φωλιά έκοβε το αεράκι.
Κάτι κουνιόταν μέσα της και σκύβοντας η καρακάξα, είδε δύο μικρά πουλάκια να περιμένουν με ανοιχτό το στόμα για την τροφή τους.
"Μα πού είναι η μητέρα τους;",ψιθύρισε η καρακάξα.
"Έχει να φανεί από χθες, κάπου θα χάθηκε", άκουσε να λέει ένα σκιουράκι που είχε βγάλει το κεφάλι του μέσα από το δέντρο.
Όμως η καρακάξα ήξερε καλά πως μία μάνα που έχει μικρά να θρέψει, δε χάνεται ποτέ, εκτός αν....δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί.
Άφησε το κλαδί και πέταξε με φόρα προς την πλαγιά.
Κατέβηκε σ' ένα λιβάδι και σκάλισε το μαλακό χώμα ανάμεσα στα χόρτα βρίσκοντας μερικά σκουλήκια.
Πέταξε και πάλι στο δάσος και φτάνοντας στη φωλιά άφησε τα σκουλήκια στο στόμα των μικρών πουλιών.
Έκανε το ίδιο ξανά και ξανά, μέχρι που χόρτασαν και έγειραν ευτυχισμένα το ένα επάνω στο άλλο.
"Και τώρα, θα ζήσουμε μαζί", σκέφτηκε η καρακάξα, "εγώ θα γίνω η μάνα που θα σας φροντίζει, ώσπου να μεγαλώσετε και να πετάξετε μακριά".
Κοίταζε τα μικρά πουλάκια στη φωλιά που κοιμόταν ήσυχα και πρόσεξε την καρδιά τους που χτυπούσε ρυθμικά στο μαλακό κορμάκι τους.
Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε το πρώτο πέταγμά τους, από τα χαμηλά κλαδιά της λυγαριάς αρχικά και αργότερα πάνω από τα ψηλά κυπαρίσσια.
Τα έβλεπε να πετούν μαζί της πέρα από τα ποτάμια, τις χαράδρες και τα βουνά. Κι εκεί πάνω στα ψηλά κλαδιά, τα άκουγε να κελαηδούν τα πιο όμορφα τραγούδια.
Και τότε, άνοιξε απότομα τα φτερά της και προσγειώθηκε επάνω στην κιθάρα.
Κοιτώντας ψηλά στον ουρανό, άφησε μία δυνατή κορώνα που έφτασε μέχρι τα σύννεφα.
"Κρρρρρρρααααααααα,,,,,,,"
Μια ησυχία απλώθηκε απότομα μέσα στο δάσος. Όλα τα ζώα έμειναν ακίνητα για λίγο, μέχρι που ακούστηκε μια φωνή να λέει δυνατά:
"Ναιιιιιιιιιιιιι...!!!!"
Αυτό ήταν. Όλα τα ζώα και τα πουλιά φώναζαν χαρούμενα, "ναι!,ναι!" και "μπράβο!, μπράβο!"
Ήταν το φινάλε της καρακάξας που έδωσε την πιο όμορφη, την πιο καθαρή νότα που έλειπε απ' το τραγούδι τους.
Τυλίχτηκαν γύρω της και τη θαύμασαν, της έδωσαν συγχαρητήρια και τη σήκωσαν ψηλά.
Τώρα πια κανείς δεν μπορούσε να την πει ατάλαντη.
Κι εκείνη χαρούμενη, θα ένιωθε περήφανη και δε θα λυπόταν πια.
Και θα μεγάλωνε τα παιδάκια της, μαθαίνοντάς τους όμορφα πράγματα.
"Τα πιο καλά μαθήματα", σκέφτηκε και κοίταξε την κάμπια που κρεμόταν στο φύλλο της μουριάς.
"Τα πιο καλά", συμφώνησε η κάμπια, "με συναίσθημα, φαντασία και λίγη μουσική".
mariso.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|