| Ήταν κάτασπρη,ολόλευκη η μέρα,
και ασπρα κρίνα σου χαιδεύαν τα μαλλιά,
μα με φόβιζε ο χρόνος, και μια παντιέρα,
έγραφε δρόμος δίχος γυρισμό...
ʼνοιξες πλούσια τ'άνοιξιάτικα σου χέρια,
και είπες με πάθος,μέσα σου κοιτώ.
Μη περιμένετε λοιπόν σε μια πλημύρα,
στη σκιά του όχλου να κρυφτώ,
γιατί πάντοτε έχω κάπου να σταθώ.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|