| [I]Βουτούσα την πένα μου στον ήλιο κι έγραφα στίχους
Μαζεύτηκε κόσμος γύρω μου, κοιτούσε, έψαχνε μυστικά της γέννας
Άρχισε να βρέχει, να φυσάει, να βροντάει
Ο κόσμος να τρέχει άτακτα, να φωνάζει ότι έφταιγα για τον πανικό του
Έμεινα μόνη κάτω απ΄τ΄αδέρφια μου τα δέντρα να κλαίω
Κι έκοψες ένα κομμάτι ουρανό
Μ΄ αγκάλιασες μ΄αυτό
Με σκέπασες να μην τρέμω
Πήγες στην άκρη της κορυφογραμμής να δεις τον κόσμο
Κανείς πουθενά!
Είδα τα χέρια σου που λείπαν
Είχαν μείνει να μ΄αγκαλιάζουν
Πώς το 'κανες αυτό;
Με τον ήλιο, χωρίς να κλαίω, να μιλάω...[/I]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|