| [I]Πόρτα βαριά, πόρτα παλιά, πόρτα σκουριασμένη
Με χρώμα αξιοζήλευτο, καιρό ξεκαρφωμένη
Πού οδηγεί; Ειν΄ άγνωστο, λάμπουν οι χαραμάδες
~
Κάποιοι την θαύμασαν με τα κλειδιά στο χέρι
Κάποιοι την ξεκλείδωσαν και μείναν στο κατώφλι
Φοβήθηκαν το κρυμμένο φως, μήπως και τους τυφλώσει
Άλλοι αγανάκτησαν απ΄την πολύ προσπάθεια
κλοτσιά γερή της δώσανε, πετάξαν τα κλειδιά της
~
Έγινε και το ανήκουστο, αιφνίδια, μοιραία
Αυτό που δεν σκεφτήκανε ούτε παραμυθάδες
Άνοιξε διάπλατα προχθές, άνοιξε από μέσα
Σκόρπισε παντού το φως και φάνηκε ένας ξένος
~
Εγώ δεν σου ΄δωσα κλειδιά! Εσύ τα είχες ήδη!
Πώς μπήκες εκεί μέσα; Ως πότε έτσι άνετα λες να μπαινοβγαίνεις;
Πόσα απ΄το φως έμαθες;Πόσα θα μου μάθεις;
Κρυφέ μου Εαυτέ, τί θες;
Θες να με τρελάνεις;
~
Χωρίς να βλέπεις, έτσι απλά διαβάζεις την ψυχή μου
Χωρίς να μιλάς, πολλά πολλά, χουφτώνεις την καρδιά μου
Εσύ γκαβέ, Εσύ μουγκέ, απίστευτε εαυτέ
Όσα κι αν σου πω, όσα κι αν σου γράψω
Τα σπουδαιότερα, σίγουρα μπορεί να τα ξεχάσω
Όσα λεν τα βλέμματα, δε θα τα ξεπεράσω…
Ήρθες, στρογγυλοκάθισες, αιώνια για πάντα!![/I]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|