Ταπεινή μου ώρα πιο πολύ σ’ αγάπησα
πολιτεία αγέραστη, μακρινά βουνά
πρώτη μας κουβέντα κι η βροχή ησυχάζει
κάποιος θα σωπάσει, να ακουστεί λαλιά
πρώτη μας κουβέντα και μου λες "μετά".
Xαρά μου γέλασες την δυστυχία
λες και σταματάει να κτυπά η καρδιά
κι όμως ήταν όλα από ευτυχία
ακούω πάλι, να κτυπά η καρδιά
όλα να τελειώνουν κι εγώ να γεννιέμαι
και να επιμένει ίδια η απορία
μέσα στην πορεία χάθηκα ξανά.
Εσύ χόρευες στις μύτες των ποδιών
η ζωή να ξεφυλλίζει πιο αργά
κι εγώ ζωγράφιζα κορφές
εγώ ζωγράφιζα την απορία.
Στου δικαστή την υστερία
γραμμένοι οι κόποι, τα δανεικά
ώρες και κέρδη κι εξαγορά
πρώτα γεννήθηκα στην φαντασία
μέσα στη σκόνη της λεφτεριάς
σκέψεις αλήτισσες σ’ είπαν αγία
κάπου σταθήκαν, κάπου χαθήκαν
κι ήτανε όλα στην φαντασία
περνούν οι εικόνες στα σκοτεινά.
Γεννιέσαι ημέρα σε μια αγκαλιά
σε δένει εδώ του αγέρα η φοβέρα
κάνεις πως φεύγεις, ξαναγυρνάς
θυμώνεις κι ύστερα τους συγχωρνάς.
Τα μάτια φύλαξαν την ιστορία
κι εσύ ξεφύλλιζες τόσο αργά
λες μια κουβέντα και ησυχάζεις
μέσα στο "τώρα" και στο "μετά"
λέξη περήφανη πρώτα ταράζει
κι έπειτα χάνεται σε λόγια απλά
του εφιάλτη το ωρολόι να κτυπά
να δυναμώνει την απορία
το τικιτάκα και το μετά
παιδί φοβήθηκα την τιμωρία
τώρα φοβάμαι την λεφτεριά.