| Δεν έχω ξεχάσει της ύλης να αφήνω τ’ ανίερο φράγμα
πέρασε ο χειμώνας στην οροσειρά
απ’το ιερό μου γλίστρησα στο μύθο
κι ύστερα μέχρι την καρδιά
για να ζεσταθώ στάθηκα για λίγο
καμία σκέψη δεν μπορεί να ξέρει τι σου δίνω
στην αίθουσα την σκοτεινή κάτι από σένα κρύβω.
Ίσως τον θεό μου νόμιζα πως πείθω
μέσα στ' όνειρό μου έμενα ψηλά
ν’ αφαιρώ την νύστα και της γης την πλάνη
μα το φυλακτό μου κράτησα σφικτά
κι έφυγε η πλάνη κι είδα καθαρά
στα λευκά σου χέρια τα παλιά κλειδιά
κι ἤθελε η νύχτα να με εξουσιάζει
τ’ ουρανού τ’ αλάνι να περιγελά.
Πρώτα σα φωνή σου κι ύστερα σαν ξένη
θα με περιμένει υπομονετικά
σαν τα μυστικά μας μες τα οχυρά
ταπεινή μας στέψη στα αλλοτινά
για όσα θ’ αμφιβάλλεις τόσα θα πιστέψεις
είπαν τ όνομά σου για να ρθουν σαν σκέψεις
για να βασανίσουν χρόνια αδειανά.
Λες κι ήταν μάνες, αδερφές και κόρες της Σελήνης
όσες θα περνούσαν μπαίναν στην σειρά
όσες αρνηθήκαμε αποχωριστήκαν’
και λευθερωθήκαν’ σαν μικρά παιδιά.
Άστοργες σιωπές νίκησαν την νύχτα άσε την πόρτα ανοικτή
πριν σ ονειρευτώ είπα θα νικήσω
απόψε νου φέρνω σιωπή και κάποια αλήθεια δίνω
αποχωρίζομαι στοργές και πίσω τις αφήνω
απόψε έκλεισα πληγές σε σώματα αγίων.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|