| «Ήρθες παλιόφιλε καλέ , ήρθες χωρίς να ξέρεις
τον πόνο που΄χω το βαρύ όταν νεκρό μου φεύγεις»
Αρχίζει τότε το άλογο , χορό στις δοξαριές του,
και αφυψηλού περήφανα χορεύει στις ξιλιές του.
Κάθε ξιλιά και χτύπημα πετάλου πα στο χώμα,
και κάθε πόνου καμπανιά θανάτου σκούρο χρώμα,
και ο βιολιτζής κάθε φορά που ράγιζε η ψυχή του,
απ’το χορό του αλόγου του, έβγαινε και η φωνή του .
Δάκρυ και αίμα έσταζε στο χώμα απ’το κλαδί του,
καμπάνα κούφιας εκκλησιάς σαν έβγαινε η φωνή του.
Να σταματήσει ήθελε, λάθος μήπως και κάνει
Και καταλάθος στο σταυρό το άλογο μην βάνει.
«Παίξε μου κι άλλο βιολιντζή τον χάρο μην φοβάσαι
μαζί του βλέπεις περπατώ στο δάσος που κοιμάσαι»
Τρόμαξε τότε ο βιολιτζής και άρχισε να χορεύει
φοβήθηκε μην κοιμιστός παίζει και τον πλανεύει
Άρχισε τις ανάποδες τις δοξαριές που λίγοι ,
μπορούν σε χάρο δακρυστό σκάλας να δώσουν ρίγοι
Λές και έβλεπε ένοιωθε αυτόν που πήρε το παιδί του
που με ευχές χρόνια πολλά έπαιζε στην γιορτή του.
Είχε σημάδι στην καρδιά που βάρος είχε τόνους
σε θάλασσας βαθειά νερά που ΄χε να πέσει χρόνους.
Και τρυπημένο με άγκιστρα που μελανιές αφήνουν
από ταψί ορείχαλκου που ούτε οι φωτιές το σβήνουν.
«Μην σταματάς ούτε στιγμή , τον ήχο που χαϊδεύεις ,
νεκρώσιμο νοιώθω σκοπό και εγώ εσύ πως παίζεις»
Δάκρυσε τότε ο βιολιστής στου λόγου αυτόν τον ήχο
και τότε αρχίνησε να τραγουδα τον παρακάτω στοίχο,
είχε χρόνια πολλά να δεί και να ακούσει δάκρυ
απτο φτωχό που του λαχε να δει να βγαίνει άκρη
Σε βήματα κρυφού σκοπού που μόνο εκείνος ξέρει
Σε ποιού το δρόμο έχει κερί και ποιού ακουμπάει χέρι .
«Μικρό είσαι αγγελούδι μου , σε δάγκωσαν τα άστρα
χόρευες από δυό χρονών στου ονείρου μου τα κάστρα.
Χόρευες και δεν σε ένοιαζε , ποιανού χορό χορεύεις
Αφού δοξάρι δίπλα σου , είχες εμένα και έχεις»
Σταμάτησε του βιολιτζή , για μια στιγμή να στάζει
το δάκρυ του που κύλαγε , κάτω στην γή να φτάσει .
Φώναξε τότε δυνατά τον παρακάτω στοίχο
Και ανάσταση λες και έγινε από καμπάνας ήχο.
Φώναξε τόσο που έσπασα το τάμα του ρεμπέτη
που χόρευε δίχως ντροπή στις μουσικής την μέθη
Τρόμαξε και ο άνθρωπος απ’ τις φωνής τον ήχο
Που του ‘μοιαζε πως ήτανε σαν τις καρδιάς του χτύπος .
Συνέχιζε όμως να κοιτά τον βιολιτζή στα μάτια
που κάθε νότα που έπαιζε τον έκανε κομμάτια .
«Χόρευε και μην μελετάς του αλόγου σου την όψη
γιατί από τρίχες εκεινού , σου παίζω για τη νιότη.
Την νιότη που είχα και έχασα σε μιας στιγμής αγάπη .
αγάπη που έδωσε τροφή σε αστεριού γινάτι»
Πόνεσε τότε του χεριού , παλιά πληγή του ανθρώπου
που είχε από γεννησιμιού σημάδι πάρει πρώτου.
Μηχανικού που λάδωνε σγκουριές για τα καράβια
Και που αυτουνου πατέρας του του δώσε μαύρα χάδια.
Τον διώξανε και κεινονε με του θανάτου στίγμα
του ζωντανού τον χωρισμό που δεν λογατε βήμα.
Κάθε του βήμα και μιλιά με κλάματα πλεγμένη
και κάθε δάκρυ τουφεκιά σε εκκλησιά ριγμένη .
Ήξερε λένε και έριχνε με την ματιά μολύβια
μολύβια όμως που δεν λογάν τις μοίρας τα παιχνίδια .
«Χόρευε και τα μάτια σου, καθάρια πάντα νάνε
Γιατί του αλόγου σου οι φωνές και τούτες μπορεί νάνε
Ο χάρος όταν ακουμπά , σε καποιανού τον πόνο
δεν λογαριάζει προς σε ποιόν θέλει να κάνει φόνο»
«Χόρευε κοίταζε ψηλά το άλογο μην ξεχάσεις
γιατί με δάκρυ από τουνε ποτέ δεν θα ξεχάσεις .
Και αν τύχει σπάσεις και γυαλί με μολυβιάς σημάδι
Να ξέρεις ο πατέρας σου στό ΄μαθε το ρημάδι»
Και τότε γονατίσανε και οι δυο μαζί στο χώμα
και ο φίλος λίγο παρεκεί κόκκινο έφτιαχνε χρώμα.
Κοιτιόντουσαν δεν πίστευαν της μοίρας το παιχνίδι
πως το άλογο πλέον νεκρό είχε γινεί σαν φίδι .
Φίδι που εμελέταγε ποιόν από τους δυό θα πάρει
εκείνον που είχε το βιολί ή το νιό παλληκάρι.
«Χάρε σαν δείς γονατιστό , να κλαίει το παιδί του
μην λογιστείς με τίποτα να πάρεις την ζωή του.
Και καβαλάρη αν θα δείς συγχωρέσει να δίνει
σε κείνου που απ την τριχιά του αλόγου δάκρυ πίνει»
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|