| Δεν ήξερε που θα μας πάει , μα πήγαινε και πάει
και μόνος του τραβάει σκοινί και την προβιά κρεμάει,
και απο λιοντάρι γίνεται ξανάθρωπος και γυρνάει ,
που πάει ποτέ δεν ρώτησαν ούτε και αυτός ρωτάει .
Μουστάκι κιόλας έβγαλε , έγινε τάχα κάποιος .
Κανένας θα σου πω εγώ μπορεί και να 'ναι λάθος .
Και μούσια άπλωσε παχιά σαν λιονταριού πλεξούδα ,
και έμαθε με την φωτιά να καίει πελεκούδια .
Ίσια τραβούσε δρόμο του δεξιά ζερβά κοιτούσε ,
ευθεία πάντα πήγαινε κανένα δεν ρωτούσε .
Αν του την κάρφωνε κανείς του έδινε δυο φρούτα ,
το ένα ροζ και το άλλο μπλε και για καθενός τα μούτρα .
Και καθώς πήγαινε κι αυτός ευθεία όπως τραβούσε ,
τοίχο ψιλό βρίσκει μπροστά κι άρχισε και κεντούσε .
δεν κένταγε με βελονιές μήτε κλωστής καννάβι '
βαρούσε το καλέμι του σαν βράχος το καράβι .
Κάποιοι παραμιλήσανε , τρομάξαν βλέπεις μήπως
η καλεμιές οι δυνατές γκρεμίζανε το τοίχος .
Σε ξύλο του παν' χτύπα το σαν το tatoo το δέρμα
μήπως μα αυτό απ'τη θάλασσα φτάσουμε ως το τέρμα .
Γέλασε πονηρά στραβά κάτω απο τον ιδρώτα ,
που σκούρο χρώμα είχε γενεί με σκόνες απ'το χώμα ,
έμοιαζε κόκκινος κι αυτός όπως το ρόζ το φρούτο ,
για ποια μεριά τον τράβαγαν δεν ρώτησε ούτε τούτο .
Ήτανε βλέπεις πονηρός , άκουγε τις φωνές τους
που ξύλο θέλανε γερό να αντέχει τις βροχές τους ,
ξύλο να αντέχει στον καιρό και στις βροχής την λήθη
μα φάνταξε και αυτό που λες σαν των νερών τα πλήθη .
Το έφτιαξε το καράβι τους με ξύλο όπως ξηγήσαν
και ήταν ακόμα ποιο γερό από 'τι του ζητήσαν .
Σάπισε λέν κάποια στιγμή μα εκείνο ευθεία τραβούσε
και ουρανό σαν κοίταζες όλο σου χαιρετούσε .
Έγνεφε και αυτός μαζί σαν λύκος σε αγέλη
γιατί 'ξερε του καραβιού όλα σχεδόν τα μέλη .
Δεν ήξερε μόνον αυτόν τον ίδιο εαυτό του
αφού πάνε όλα στραβά .... τον πήρες στο πλευρό του .
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|