|
Θ Υ Μ Α Σ Α Ι ;
Ήταν πρωί. Σαν τότε. Θυμάσαι; Είχαμε πάει στην Βάρκιζα.
Καθόμαστε στο τελευταίο κάθισμα του λεωφορείου. Πάνω στη ρόδα.
Κάθε τράνταγμα έφερνε τα πόδια μας κοντά.
Δεν μίλαγες. Τιτίβιζα συνέχεια.
Άπλωσες το χέρι, έπαιζες με τα μαλλιά μου. Πάντα σου άρεσε να τα χαϊδεύεις.
Ήταν πολύ γλυκό. Σου άρεσε και να τα τραβάς.
Φθάσαμε, με πήρες από το χέρι. Σκουντουφλώντας κατεβήκαμε στα βράχια.
Έσπασε το τακούνι μου. Η πετροσπηλιά μάς περίμενε.
Άγρια, βίαια μου έβγαλες το σόρτς, τρέξαμε στη θάλασσα.
Αλλού οι σαγιονάρες αλλού το σακίδιο, αλλού τα ρούχα.
Όλα, μείνανε πίσω μας. Αχνάρια πάνω στην άμμο.
Γυμνοί χωρίς αιδώ, χωρίς φραγμούς στ'αλατισμένα ατλάζια ενώνονται τα κορμιά μας. Γίνονται ένα με τα φύκια, βγάζουν νεραϊδοουρά και ελεύθερα ταξιδεύουν στα κοραλλένια παλάτια. Οι αχινοί κρύφτηκαν, οι αστερίες στόλισαν τα μαλλιά μας. Η θάλασσα φούσκωσε.
Βράδιασε, Μας έκλεψαν τα ρούχα και τα λεφτά. Θυμάσαι;
Άφησαν μόνο τα σπασμένα παπούτσια και τις πετσέτες. Γελάμε. Είμαστε
οι πρωτόπλαστοι.
Ένας Αδάμ, μια Εύα μέσα στο δικό μας παράδεισο.
Θυμάσαι; ΄Ηταν τότε στη Βάρκιζα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|