| Ο Π Ε Τ Ρ Ο Σ
Τον αγαπούσα τον Πέτρο. Ήταν πάντα αμίλητος. Περπατούσε αργά.
Ο ήχος από το σούρσιμο του παράλυτου ποδιού του ακουγόταν ξηρός.
Το μπαστούνι κτύπαγε στο πλακόστρωτο του δρόμου προαναγγέλλοντας τον ερχομό του. Στο αριστερό ακυβέρνητο χέρι του κρεμόταν μια πάνινη σακούλα, για τα φιλέματα του κόσμου.
Ερχόταν συχνά, μπορεί και μία φορά τη βδομάδα, να δει την μάνα του την γιαγιά Ρεγγίνα που καθόταν στο σπιτάκι του κήπου.
Αξιολάτρευτη, αξιοθαύμαστη, αξιοθρήνητη μα πάντα γλυκιά, ήρεμη και ακούραστη η γιαγιά Ρεγγίνα .
Ποτέ δεν ακούσαμε από το στόμα της ένα ανάθεμα, ένα πικρό λόγο για κανένα . Ούτε καν για την κακιά της μοίρα που, από νοικοκύρισσα με δικό της δίπατο σπιτικό, κατάντησε να μένει στην αυλή της αδελφής της και να ζει από τα "θελήματα" που έκανε στη γειτονιά..
Μάνα και γιος συνέθεταν την απόλυτη εικόνα της παρακμής. Δύο μοντέρνοι clochardes του εικοστού αιώνα.
Τον χάιδευε στο κεφάλι με τα ροζιάρικα χέρια της κι ύστερα του έστρωνε να φαει, φαγητό σπιτίσιο ζεστό.
Αυτός, κατάπινε λαίμαργα χωρίς μιλιά.
Κοιτιόντουσαν και ήταν σαν να ξανοιγόταν το βιβλίο με τις θύμησες.
Ο χώρος γέμιζε νοσταλγία.
Δύο βδομάδες ο Πέτρος δεν ήρθε στο σπιτάκι με τον κήπο.
Η γιαγιά Ρεγγίνα ανήσυχη με ειδοποίησε.
Πήγαμε στο καμαράκι που ζούσε, κάπου στον Άγιο Λουκά.
Ήταν όλα τόσο θλιβερά.
Τον βρήκαμε πεθαμένο.
Γύρω ήσαν σκορπισμένοι μικροί δίσκοι γραμμόφωνου των 44 στροφών.
Καραγκιόζης, μπουζούκι, βαριά μάγκικα. Τραγούδια του σεβντά και δίπλα τους… δίσκοι με μουσική του Στράους.
Πάνω στον τάφο του η γιαγιά Ρεγγίνα κι εγώ αποθέσαμε μαργαρίτες.
Έτσι απλά χωρίς δάκρυα του ευχηθήκαμε, σαν μπει στον Άδη, να πιει μια κούπα δροσάτο νερό από την κρήνη της λησμονιάς, δίπλα στο λευκό το κυπαρίσσι.
Μ Ο Ν Ο Κ Α Τ Ο Ι Κ Ι Α
Τέσσερα δωμάτια, Χολ και κουζίνα.
Στους τοίχους ζωγραφιές μ' αγγέλους, αναθέματα, ασημένια τάματα, παλιές εικόνες.
Η καντήλα σβηστή φωτίζει το χώρο.
Μισοσκόταδο, οι γρίλιες κατεβασμένες.
Παντού κεριά μισοκαμένα.
Ταμπλό σε κορνίζες παλιές, κεντήματα, ακουαρέλες, λιθογραφίες,γκραβούρες,
ακροκέραμα κι ένας Γαϊτης σε κόκκινο φόντο.
Δω και κει, παλιά βιβλία επιμελώς ακατάστατα.
Δίπλα ο παλιός μπουφές φορτωμένος με μνήμες του χθες, γεμάτος με ασημένιες αντίκες.
Πιο κει, σε καλούν σε σύναξη έξι καρέκλες από μπαμπού γύρω στο οβάλ τραπέζι.
Στην μεσόπορτα κρέμεται μία χειροποίητη δαντέλα.
Ακούγονται παιδικές φωνές από το σχολείο της γειτονιάς.
Πίνουμε τσάι, καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλο. Ένας άντρας και μία γυναίκα.
Η ώρα έχει περάσει.
Φθάσαμε στο τέλος. Η φωνή της μου έλεγε: ” …έχεις σπουδαία θέση και θα πας ψηλά...
Θ' αποκτήσεις λεφτά, θα δικαιωθείς για το πνεύμα σου, θ' αποκτήσεις εραστή . . . "
Έφυγα.
Την πλήρωσα.
΄Ηταν καλή χαρτορίχτρα ! !
Κανείς ποτέ δεν είχε καταλάβει τις ενδόμυχες επιθυμίες μου…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|