| Σαν άσφαλτος Θεός εγχειρίζεις σ’ ανθρώπους
όσα εκείνοι αποστερούν στους εαυτούς τους.
Και αυτοί, βρετίκια δίνουν σε εσέ μια πίστη όλο
μόχθο κι ακάματο αγώνα χωρίς σκοπό κανένα.
Σαν γητευτής πλανεύεις το «ποτάμι» από ψυχές
που ψάχνει να εκβάλλει σε δέλτα μέγα, χλοερό.
Και αυτές, εξαίφνης προσδοκούν την ευλογιά της
άσπιλης κι αμόλυντης επίγειας απεραντοσύνης.
Τί απ’ όλα αυτά να τους στερήσεις; Πώς κατορθωτό
να γίνει ένα σχέδιο ιταμού κι ανώφελου ελέγχου;
Αφού σε ίδιο κρατήρα ανάμειγμα οι περιδίνητοι,
γητευτής και γητευμένος, βρίσκονται κ’ υπάρχουν.
Πώς φως θέλεις να γίνεις σ’ όσους σκότισαν εαυτούς;
Κάλπικες και φρούδες οι ελπίδες της ετερόφωτης ζωής.
Στέκεις ανήμπορος με πόνο σαν τα βάθη της αβύσσου.
Περίδακρυς αναπολείς όσα διέφυγαν της άπληστης ορέξεως.
Βλέπεις εμπρός σου τη χαρά π’ ανθεί μπουμπούκια μυρωδάτα;
Δες τη ζωή κατάματα μ’ ένα μυαλό με αντίληψη γιομάτο.
Ο άνθρωπος τον άνθρωπο αγαπά και μόνον αγάπη είναι.
Όσοι αυτό δεν το φρονούν, αληθινά δεν έζησαν ποτέ.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|