| ως κόρη οφθαλμού
φιλάς το κουκί σου
βαθιά μεσ' το νού
κι η απόφαση δική σου
οι πάντες στο ζητούν
αποκλειστικά το θένε
με χαμόγελο σου μιλούν
τις θεωρίες τους σου λένε
σου τηλεφωνούν κατ' οίκον
σε κολλάνε στη δουλειά
μα σύ έχεις το καθήκον
στο ωχ αδελφέ κι ανεμελιά
ποτέ δε σ 'απαρατούν
με χίλιους τρόπους επιμένουν
τη μέρα καιροφυλακτούν
τη νύχτα σε παραμονεύουν
μα συ, ένας αντιρρησίας
με ύφος και τουπέ
το φιλάς μετα παρρησίας
οχυρωμένος στον καναπέ
όλους τους βρίσκεις φταίχτες
στη χώρα των σκανδάλων
αγύρτες θεομπαίχτες
ισάξιους κανιβάλων
μόνο συ είσαι συνεπής
στη χώρα των διεφθαρμένων
ένας αδέκαστος δικαστής
σε τόπο κρεμασμένων
τι κι αν σε πολιορκούν στενά
με εκωφαντικούς ήχους
αντίσταση προβάλεις σθεναρά
πίσω απο ερμητικούς τοίχους
έχεις αποφασίσει ακριβά
να πουλήσεις το τομάρι
τα όσια και τα ιερά
κανείς δε θα στα πάρει
θέλει αντρειά και θάρρος
να τα βάλεις με τον κόσμο όλο
είν' ασήκωτο το βάρος
και κλάνεις απ' τον κώλο
την καρέκλα έχεις άτι
με την οθόνη αρματωμένος
πεδίο μάχης το κρεβάτι
ετοιμοπόλεμος κι αντρειωμένος
ειδήσεις φοράς περικεφαλαία
το μαραφέτι γι' ασπίδα
μουνόπανο για σημαία
κι ιδέα την απλωμένη αρίδα
κι επελαύνεις στο ταβάνι
τραβώντας το χαλινό στο βρακί σου
άιντε ρε χαϊβάνι
εσύ και το κουκί σου
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|