|
Ο ΓΑΜΟΣ ΜΟΥ
Ο κόσμος γύρω μου είχε πλημμυρίσει το χώρο. Οι γυναίκες αστραφτερά ντυμένες. Οι άντρες ατσαλάκωτοι. Σήμερα ήταν η "μεγάλη" μου μέρα. Παντρευόμουνα.
Ντυμένος γαμπρός στέκομαι στην πόρτα της εκκλησίας και ακόμα δεν το πιστεύω.
Κάποιος μου έβαλε στο πέτο ένα μικρό άσπρο κρινάκι. Στα χέρια κρατούσα ένα μπουκέτο λουλούδια. ΄Επρεπε να τα προσφέρω στην Καίτη.
Τελικά την Καίτη παντρευόμουνα.
Δεν ξέρω πώς κι ήρθαν έτσι τα πράγματα.
Δεν λεω χαριτωμένη είναι. Ψηλούλα, μορφωμένη, έχει και .... τον "τρόπο" της. Ο μπαμπάκας της τής χάρισε ένα σπίτι στην Χαλκιδική, δίπατο με γκαράζ και όλα τα κομφόρ για εξοχικό και δύο διαμερίσματα ρετιρέ στην καλύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. ΄Ενα για να μένουμε και ένα για να το νοικιάζει η Καιτούλα και να έχει το χαρτζιλίκι της, ώστε να μπορεί η Καιτούλα να ζωγραφίζει...
Σε μένα ο πεθερός μου, μου χάρισε τρία μαγαζιά. “Ό,τι θέλεις να τα κάνεις γαμπρέ μου…”, μου είπε, “…ή νοίκιασέ τα ή δούλεψέ τα το μόνο πού θέλω είναι να γελάνε τα ματάκια της Καιτούλας μου.” Αυτά μου είπε και εγώ δέχθηκα.
Να, που τώρα στέκομαι σα χαζός και περιμένω τη νύφη. ΄Ηδη έχει αργήσει πέντε λεπτά. Να μετάνιωσε. Δεν το φαντάζομαι, γιατί αυτή ήταν χρόνια φουλ ερωτευμένη μαζί μου. ΄Ισως, να θέλει να μου κάνει καψόνι, που τόσα χρόνια δεν την υπολόγιζα.
΄Ετσι μου έρχεται, να τα παρατήσω και να φύγω.
“Ταχεία τη σκέψη”, μου ευχήθηκε ο φίλος μου ο Αδάμ. Μήπως πρέπει να το ξανασκεφθώ;;; Μπα, τώρα αργά είναι και μετά έγινα και σχεδόν σαράντα χρονών . Πότε θα "νοικοκυρευτώ"....
Δεν έχω παράπονο ευχαριστήθηκα την ελεύθερη ζωή μου. Την έφαγα με το κουτάλι και... πόσες καταπληκτικές γυναίκες δεν πέρασαν από το κρεβάτι και την καρδιά μου...
Πρώτη και καλύτερη η Λίντα. Πόσο μου άρεσε! Την είχα γνωρίσει στο κότερο του Μέτου. ΄Ήταν μία ψηλόκανη κοπέλα να την πιεις στο ποτήρι. Ούτε που κατάλαβα πώς τα μπλέξαμε. Αυτή η γυναίκα ήταν η προσωποποίηση της ανεξαρτησίας. Επάγγελμα; Φορτηγατζού. Ναι!! Κανείς δεν το πίστευε και όμως...
Σαν έχασε τους γονείς της σε ατύχημα ήταν δέκα οκτώ χρονών. Μόλις είχε τελειώσει το Λύκειο. Αριστούχος. Μιλούσε ήδη άνετα δύο γλώσσες. Χόρευε, άκουγε μουσική. ΄Επαιζε τένις και ήταν άριστη σοφερίνα. Είχε όλα τα πλεονεκτήματα, όλα τα προσόντα μιας κοσμικής δεσποσύνης και τις ανοιγόντουσαν προοπτικές καλών σπουδών. Στόχος της, το Πολυτεχνείο. ΄Ηθελε να γίνει ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος. Πάντα την ενδιέφεραν οι μηχανές και ο ηλεκτρισμός.Τότε...έγινε το "κακό".
O σύγχρονος θάνατος τού πατέρα της και τής μάνας της, τής άφησε μία περιουσία τεσσάρων φορτηγών -ημιαξονικών- με κλειστό ναύλο έξι μηνών, για Ευρώπη.
Ήταν μοναχοπαίδι, χωρίς να έχει κάποιον να στηριχθεί. Τότε ήταν που πήρε την απόφαση της. Θα συνέχιζε τη δουλειά τού πατέρα της.
Το έκανε με επιτυχία.
΄Οταν τη γνώρισα ήταν ήδη δέκα χρόνια επαγγελματίας.
Τι γυναίκα! ! !
Ούτε νάζια, ούτε αδυναμίες, ούτε χαζές κοκεταρίες.
΄Ηταν σαν να είχες ένα θαυμάσιο φίλο, άντρα, που ήξερε να σταθεί δίπλα σου, που σε καταλάβαινε και συνάμα ήταν και μια γυναίκα φλόγα. Γυναίκα ηφαίστειο.
΄Εφυγε ένα βράδυ, μετά από μία αξέχαστη ερωτική συνάντηση. Μου το είπε πολύ απλά: “ Αύριο πρωί φεύγω για Αμερική”.
“Για πόσο καιρό;” Την ρώτησα. “Ευχήσου μου να πετύχω αυτό που θέλω και τότε θα είναι για πάνω από είκοσι χρόνια”. Γέλασα . “Τότε, να μην πετύχεις. Δεν θέλω να σε χάσω”. Μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί. “Πάντα ήσουν εγωιστής, κτητικός. Γεια σου.” Αυτά ήταν και τα τελευταία της λόγια. Δεν την ξαναείδα και από ό,τι έμαθα δεν ξαναήρθε στην ΄Ελλάδα.
Η Καίτη ακόμα δεν έχει έρθει. Δέκα λεπτά αναμονή δεν είναι τίποτα, μου λένε αυτοί που ξέρουν... Λες να μην έρθει καθόλου;; ΄Ετσι κι η Αύρα έφυγε πριν χρόνια αφήνοντας μου μόνο ένα "αντίο".
Τι μέρες και εκείνες! Δούλευα δώδεκα μέρες με συνεχόμενο ωράριο, τα νεύρα μου τεντωμένα στο έπακρο δεν ήσαν εμπόδιο στην απόδοσή μου. Αντίθετα είχα θαυμάσια αποτελέσματα. ΄Ηταν ένας τρόπος και αυτός να μη σκέπτομαι τη Λίντα, τη γυναίκα που συγκλόνισε τη ζωή μου.
Αυρηλία τη βάφτισαν μα Αύρα την φώναζαν οι φίλοι της. Για μένα δεν ήταν αύρα, για τη ζωή μου αλλά ένας κυκλώνας που με παρέσυρε σ΄ ένα όνειρο. ΄Ενας στρόβιλος ανείπωτος συναισθημάτων.
Αυτή η Αύρα, ήταν που έφυγε από κοντά μου χωρίς ν΄ αφήσει πίσω της ούτε ένα σημείωμα. Το μόνο που βρήκα εκείνο το μεσημέρι γυρίζοντας από ένα ραντεβού μου, ήταν η λέξη "αντίο" γραμμένη με το κραγιόν της, σ΄ όλους τους τοίχους τού σπιτιού μου. ΄Εψαξα να την βρω. Αδύνατον. Μπορείς να βρεις τον άνεμο σαν εκείνος ανοίξει τα πανιά και φύγει;
΄Εμεινα πάλι μόνος. Σκέφτηκα να μεθύσω. Μετά δεν ξέρω πώς βρέθηκα να δουλεύω χωρίς σταματιμό. Χωρίς ύπνο. Δούλευα, κάπνιζα κι έπινα καφέδες. Μέχρι που ήρθε ο Βύρωνας.
“Ε, φίλε”, μου λεει “Φεύγουμε”. “Για πού;” Τον ρωτάω. “Α, δεν ξέρω. Όπου μας "βγάλει". Πάμε να ξεκουραστούμε”. “Ποιοί;” “Εσύ, εγώ, ο πόνος ο δικός μου, η εγκατάλειψη η δική σου, το αντίσκηνο, ένα βαρελάκι ούζο που μου έστειλαν από την Μυτιλήνη και ο... "τίγρης". Το τζιπ μου, το ξέρεις... Τι λες; ΄Ερχεσαι;” “Ναι, έρχομαι. Μου αρέσει η παρέα μας”.
΄Ετσι, ξεκινήσαμε. Την άλλη μέρα το πρωί κάναμε τις απαραίτητες προμήθειες και φύγαμε, χωρίς χάρτη.
΄Οδηγούσε ο Βύρωνας. Κατά το απογευματάκι βγήκαμε από τον εθνικό δρόμο.
Δεν μιλάγαμε. Στο ραδιόφωνο η εβδόμη του Μπετόβεν χάιδευε τ΄ αυτιά μας. Τότε, ήταν που είδαμε τη χαράδρα και το ποτάμι μέσα σ΄ ένα όργιο από λογιώ-λογιώ δέντρα και θάμνους. Κοιταχθήκαμε, χωρίς να μιλήσουμε, είπαμε "ναι" και κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Αφήσαμε σε μία γωνιά τού δρόμου τον "τίγρη", φορτωθήκαμε τα εφόδια και ροβολήσαμε το μονοπάτι, ανάμεσα σε πλατάνια, καρυδιές και δέντρα άγνωστα σε μας τους ανθρώπους του "πάλαι ποτέ κλινού άστυ".
Γυμνωθήκαμε, κάναμε τα ρούχα μας ένα κουβάρι, δεν θα μας χρειαζόντουσαν όσο θα μέναμε εκεί. Τα κρύψαμε κάτω από τις πέτρες. Πέσαμε στο νερό.
Έτσι, σχεδόν γυμνοί τρώγοντας, πίνοντας, χωρίς γυναίκες, χωρίς γκρίνιες, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς "πολιτισμό", ζήσαμε μέχρι που σώθηκαν οι προμήθειές μας. Τότε με πετραδάκια παίξαμε μονά-ζυγά. Κέρδισα. Ο Βύρωνας υποχρεώθηκε να πάει για ανεφοδιασμό. Του παράγγειλα μολύβια, ξύστρα και χαρτί, ίσως να δούλευα λίγο. Δεν είχα πάρει μαζί μου τίποτα.
“Δεν ξέρω πότε θα ΄ρω μπορεί το βράδυ, μα σαν μου τύχει τίποτα "καλό", περίμενέ με αύριο.”
“Χαλάλι σου. ΄Ελα όποτε θέλεις, μόνο φέρε κανένα ποτό για θόλωμα μυαλού. Εκτός από ούζο, το βαρέθηκα.”
“΄Εχει ακόμα λίγο”, μου είπε.
΄Εμεινα μόνος. Χώθηκα στο νερό. Κολύμπησα κατά μήκος τού ποταμού πολύ ώρα και δυνατά, μέχρι που μου κόπηκε η ανάσα.
΄Αρχισα να κρυώνω. Βγήκα σ΄ ένα ξέφωτο. Κοίταξα γύρω. Ψυχή ανθρώπου δεν υπήρχε. Ξαπλώθηκα στον ήλιο. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος. ΄Ενας ύπνος γαλήνιος χωρίς καν ούτε μία γυναικεία οπτασία.
Τότε ήταν, που είδα το όνειρο. ΄Ενιωσα ότι έλιωνα.
Τι ήθελα να μιλήσω για γυναίκες και... να η οπτασία. Τώρα πέρναγε την υγρή της γλώσσα ανάλαφρα στα σκέλια μου. Τα μαλλιά της με γαργάλαγαν. Τα στήθη της τα ένιωσα πάνω στις γάμπες μου. ΄Απλωσα τα χέρια. ΄Επιασα το κεφάλι της είχε μακριά μαλλιά και μικρά αυτάκια. Μου αρέσουν τα μικρά αυτάκια. Το δάκτυλο της χώθηκε στο στόμα μου και μου πίεζε τη γλώσσα, ενώ μου έλεγε ψιθυρίζοντας, “...μη μιλάς. Μην ανοίγεις τα μάτια γιατί τότε θα φύγω, θα εξαφανισθώ. Μείνε ακίνητος και άσε με να σε χαρώ. Θέλω να σε γλεντήσω. Άσε με να σε χορτάσω.”
Η φωνή της ήταν βαριά, βραχνή, υποβλητική. ΄Εμεινα ακίνητος με τα μάτια σφαλιστά. Αυτή μ΄ ανατολίτικη τέχνη μ΄ έκανε να συστρέφομαι, να γεμίζουν γλύκα τα σπλάχνα μου, να λιώνω στα χάδια και τα φιλιά της. Ποτέ καμιά γυναίκα δεν μ΄ έγλειψε έτσι. Σαν να ΄χε αλείψει το κορμί μου με μέλι και δεν το χόρταινε. Με γύρισε μπρούμυτα και συνέχισε το έργο της μέχρι που έφθασε στα δάκτυλα των ποδιών μου.
Αυτό ήταν που γκρέμισε τα ταμπού μου..
Την άρπαξα κι έπεσα πάνω της. Μπήκα μέσα της. Οι κραυγές της έσκισαν την ησυχία. Κάποια πουλιά έφυγαν τρομαγμένα. Πόσο στενή ήταν! Τι γυναίκα ζάχαρη ήταν αυτή! ΄Εχυσα αμέσως και συνέχισα... Κυλιόμασταν στα βότσαλα. Απόρησα, δεν πόναγε το κορμί της; Μέναμε κολλημένοι. Σπάραζε σε κάθε οργασμό της και συνεχίζαμε. Δεν ξέρω πόση ώρα.
Σαν κόπασε η λάβρα μας, είμαστε μέσα στα αίματα. Κοιταχθήκαμε. Πρέπει να ήμαστε συνομήλικοι.
“Είχες καιρό να...”, με ρώτησε.
“Ναι πολύ”, της απάντησα.
“Εσύ;”
“Ήταν η πρώτη μου φορά. Μου άρεσε. ΄Ηταν μία άλλη γεύση πολλή καλή.”
“Δηλαδή θέλεις να πεις ήσουν παρθένα και εγώ...εγώ σου φέρθηκα με τόση κτηνωδία;”
“Ναι. Είδες σε γέμισα αίματα”. Γέλασε. “΄Ηταν συγκλονιστικό, Ξέρεις εγώ μένω εδώ πιό κάτω και.. ”
Συνέχισε να μιλάει ενώ έμπαινε στο ποτάμι. Πλύθηκε, βγήκε, φόρεσε το τζιν της, ένα πουκάμισο, μπότες, έπλεξε τα μαλλιά της σε μία κοτσίδα, πήρε ένα μπαστούνι από κορμό δέντρου και φεύγοντας μου φώναξε:
“Σ΄ ευχαριστώ φίλε. Θα σε θυμάμαι. ΄Ησουν θαυμάσιος και... τόσο επαναληπτικός.”
“Θα ξαναέρθεις;” Την ρώτησα. Γέλασε.
“΄Οχι. Ξέρεις, εγώ είμαι λεσβία. Απλά δεν ήθελα να πεθάνω παρθένα...”
Τινάχθηκα επάνω. Τί όνειρο κι αυτό; Σκέτη πραγματικότητα... ΄Ακου, λεσβία.
Είχε πάρει να βραδιάζει.
΄Επρεπε να γυρίσω στην κατασκήνωσή μας. Ο Βύρωνας θα είχε έρθει. Τότε...βλέπω ό, τι ήμουν μέσα στα αίματα. Αν είναι δυνατόν!
Δηλαδή; Δεν ήταν όνειρο;
- Ε, ξύπνα, ως πότε θα κοιμάσαι; Τί έπαθες σήμερα; Είναι ώρα να πας στη δουλειά.
Η φωνή της μάνας μου, σαν καμπάνα κτύπαγε στα τύμπανά μου. Της ψιθύρισα ό,τι
περιμένω τον Βύρωνα.
- Πάλι τον είδες στον ύπνο σου; Πάνε δυο χρόνια που πέθανε
και εσύ ακόμα τον σκέπτεσαι;
- Μάνα, είδα στον ύπνο μου ό,τι παντρευόμουνα.
“Αχά!” ΄Εκανε εκείνη
- Στον ξύπνιο, γίνεται το αντίθετο. ΄Ελα, σου έφτιαξα καφέ.
- Ξέρεις μάνα, ήμουν συγγραφέας και θα παντρευόμουν μία κοπέλα με προίκα και...
- Καλά άστα αυτά. Τράβα τώρα για το μεροκάματο. Σε περιμένει η κυρία Κούβελου.
Της έσπασε η βρύση τού μπάνιου της και το νερό τρέχει. ΄Οταν γυρίσεις θα μου πεις
τ΄ όνειρό σου. Τώρα δουλειά...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|