Μυριάδες είναι τα λούλουδα
ακόμη κι οι αποχρώσεις
και τα μπουκέτα αγκαλιά
σε εκείνη που γιορτάζει
να μπόραγα καρδούλα μου
να επιχρύσωνα τη σιωπή σου
το βλέμμα σου το παραπονεμένο
δεν αγρικάς τα βάσανα του πόνου το χαλάζι.
Τη φτώχεια κάνεις βάλσαμο
φορώντας το χαμόγελό σου
και η ψυχή σου σαν στυπόχαρτο
ρουφά της πίκρας το μελάνι
κάνεις γλυκό νανούρισμα
τα βράδυα τον καημό σου
κεντάς τον πόνο με χρυσή κλωστή
κι ας σε πληγώνουν, δεν λές φτάνει.
"Ρίζωσαν οι ρίζες σου" βαθιά στη γή
σαν το θεόρατο το γέρικο πλατάνι
δεν είσαι φτιαγμένη απο σίδερο
έρχονται στιγμές που λυγάς
άσπρο περιστέρι η ψυχή σου
πετά καταμεσούρανα υπερήφανο
είναι κι εκείνες οι θλιμμένες στιγμές
ζητάς της ελευθερία σου να γίνεις "φυγάς".
Μην χάσεις ποτέ τη λάμψη σου
άστρο του ουρανού φωτεινό
αγίασμα το δάκρυ των ματιών σου
αν είχε η καρδιά μιλιά θα φώναζε
"χρόνια σου πολλά" ψυχή μου
τουλάχιστον για σήμερα νά᾽σαι χαρούμενη
του χρόνου σαν με θυμηθείς ξανά
μή δακρύσεις, η ευχή ίσως πλεόναζε .