|
Ιστορία 3η
ΑΝΤΡΑΣ ΖΑΧΑΡΗ
(Προσωπική ιστορία πελάτισσας)
Όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα βιάζομαι. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι ώρες δεν με επαρκούν, δεν με φτάνουν ή μήπως εγώ δεν τις προφταίνω. Τέλος πάντων. Νά ΄μαι και τώρα που ψάχνω για ταξί. Πολύ δύσκολο να βρεις ταξί σε ώρα αιχμής• Ω του θαύματος και της τύχης βοηθούσης ένα άδειο ταξί, σηκώνω το χέρι, σταματάει, ανοίγω την πόρτα, κάθομαι μπροστά.
- Καλησπέρα, πάμε Φάληρο;
Η απάντηση ήρθε σαν η φωνή να έβγαινε από πηγάδι.
- Όμορφες να κάθονται δίπλα μου και στην κόλαση πάω. Καλώς όρισες στο μαγαζί μας!!! Χα΄ Χα΄
Ξεκινάει. Τον κοιτάζω έκπληκτη. Μεταξωτό πουκάμισο σε χρώμα γκρενά, ανοιχτό μπροστά, ώστε να φαίνεται το τριχωτό του στέρνο, άσπρο μαντήλι στο λαιμό. Ένας χρυσός σταυρός κρέμεται από χοντρή αλυσίδα, τρία δακτυλίδια στο ένα χέρι, δύο στο άλλο, ταυτότητα στο δεξιό καρπό, ρολόι στον αριστερό. Όλα χρυσά.
- Εγκρίνει η μανταμίτσα;
- Σε μένα μιλάς; Του λέω χαζά λες και υπάρχει και κάποιος άλλος. Η πηγαδίσια φωνή του καγχάζει.
- Σ’ έπιασα. Με κοιτάς. Σου αρέσω εγώ ή τα χρυσαφικά μου; Μπορείς να τα χαρείς ένα-ένα μα κι όλα μαζί.
- Σας παρακαλώ κύριε.
- Όπα και το σοβαρό!!!. Μας παρεξηγήσατε μαντάμ. Εγώ φταίω! Μπαίνεις στο όχημα, κάθεσαι δίπλα μου, ζητάς θάλασσα, με μπανίζεις ως ξερολούκουμο και μετά το παίζεις κυριλέ.
Δεν του απαντώ. Βγάζω τσιγάρο και… πριν καν κλείσω τον πακέτο μου προσφέρει φωτιά και λέει:
- Μετά φταίει ο φονιάς… Εγώ πάντως σε άναψα, μην μ΄ αγριοκοιτάζεις, το τσιγάρο μαντάμ και να ξέρεις εμένα που με βλέπεις είμαι ένας εφοπλιστής της ξηράς. Έχω τέσσερα ταξιά και τα κονομάω χοντρά. Για την πάρτη μου έχω μια μερσεντές του κουτιού. Του λόγου σου το σφυράς ή ξηγιέσαι ταπί.
- Σταμάτα εδώ. Θα κατεβώ.
Ανοίγω το πορτοφόλι μου. Έχουμε φτάσει στη Συγγρού, παραδόξως είναι άδεια, πατάει γκάζι.
- Είπες Φάληρο, εκεί θα σε πάω και τελείωσε. Πολύ μυγιάγγιχτη είσαι.
Σίγουρα έπεσα σε τρελό τύπο. Εκείνος συνεχίζει σα να μονολογεί.
- Είναι κακό που μου γυάλισες; Τι είπα κακό; Σου έδωκα γνωριμιά για να ξέρες
ότι ελόγου μου, ξηγιέμαι πρώτης. Εμένα οι γυναίκες, όχι να το παινευτώ αλλά σπαρταράνε στα χέρια μου. Καλά-καλά μην κακιώνεις. Φτάσαμε. Έτσι είμαι εγώ, όταν μου αρέσει ένα γυναικάκι γλώσσα δεν βάζω μέσα και πίτσι - πίτσι τα καταφέρνω• κι ύστερα το γυναικάκι ζητάει γλώσσα… Σπέσιαλ γλώσσα, λακριντί πρώτο. Ορίστε φτάσαμε…
Ξανανοίγω το πορτοφόλι.
- Δεν θέλω λεφτά μόνο να σε κεράσω ένα ποτηράκι.
Του πετάω 50 δραχμές, πάω ν΄ ανοίξω την πόρτα, απλώνει το χέρι του κρατάει την πόρτα και σκύβει προς το λαιμό μου.
- Μόνο να σε μυρίσω για να φτιαχτώ.
Ούτε ξέρω πως κατέβηκα, πως βρέθηκα στο δρόμο, ενώ τον άκουγα να γελάει και να μου φωνάζει.
- Δεν ξέρεις τι ζάχαρη άντρα έχασες!!!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|