| Ήξερε ότι ήταν διαφορετικός αλλά δεν ήξερε γιατί. Τώρα που πέθανε θα το μάθει. Από τη στιγμή που άρχισε το «ταξίδι» πριν λίγα δευτερόλεπτα, ήταν σίγουρος ότι θα το μάθει. Τι σημασία έχουν λίγα ακόμα δευτερόλεπτα; Εδώ περίμενε μιαν ολόκληρη ζωή. Και τι ζωή! Τυφλός εκ γενετής. Όλη του η ζωή μες στο σκοτάδι, δίχως ήλιο, δίχως χρώματα, δίχως μοίρα. Ό,τι είχε σχέση μ’ αυτό που λέμε οπτικό πεδίο και όλες τις συνεπακόλουθες χαρές, ήταν κάτι εντελώς άγνωστο για τον ίδιο. Μόνο στα όνειρά του «έβλεπε». Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί κι εκεί, μόνο κινούμενες σκιές του κάμανε τη χάρη να τον συντροφέψουνε.
Όμως, τώρα βλέπει! Ένα λευκό φως του πλημμυρίζει την ψυχή. Βλέπει τα πάντα, ακόμα κι αυτά που είχε χάσει στα σαράντα τρία χρόνια επίγειου σκοταδιού. Βλέπει όλη του τη ζωή, να περνά αστραπιαία από μπροστά. Βλέπει τους γονείς του, τους ελάχιστους φίλους, τον αγαπημένο του σκύλο. Βλέπει βουνά, λαγκάδια, πεδιάδες, ποτάμια, λίμνες, τη θάλασσα. Αν ήταν ακόμα ζωντανός θα μπορούσε να σκεφτεί, να θαυμάσει, να απολαύσει: «Τι ωραία!» Δεν είναι όμως, οπότε τίποτε δεν του κάνει αίσθηση. Πέρ’ απ’ την αγαλλίαση που του προσφέρει τούτο το εκτυφλωτικό φως, δε νιώθει τίποτ’ άλλο, αισθάνεται μα και είναι πλέον άϋλος.
Όλα όσα του συμβαίνουν είναι αστραπιαία. Βλέπει το σώμα του να κείτεται στη μέση του δρόμου μέσα σε μια λίμνη αίματος. Περαστικοί έχουν συγκεντρωθεί, αυτοκίνητα σταματημένα, ένα φορτηγό κάνα-δυο μέτρα από το ακίνητο σώμα με την πόρτα του οδηγού ορθάνοικτη, ένας άντρας στην ηλικία του περίπου μαλλιοτραβιέται κι ένας καφέ σκύλος ουρλιάζει λυπητερά από πάνω του. Όμως ο χρόνος κινείται πλέον διαφορετικά ή και καθόλου. Την ίδια στιγμή, μαθαίνει όλα τα μυστικά του σύμπαντος, όλα τα ερωτήματα που του τριβέλιζαν το μυαλό όσο ζούσε μονομιάς βρίσκουν απάντηση. Συνηθίζει το φως, στο εξής τέρμα τα σκοτάδια, για πάντα!
Τη μια βρίσκεται ’δω την άλλη εκεί και όχι όπως ας πούμε απόσταση Πειραιάς-Ομόνοια αλλά από τη μια άκρη του ενός γαλαξία στην άκρη του άλλου κι ας απέχουν μεταξύ τους χιλιάδες έτη φωτός. Το κυριότερο, ταξιδεύει μες στον ίδιο το χρόνο, απ’ τη Γαλλική Επανάσταση στη μάχη του Μαραθώνα και πιο πέρα στην εποχή των δεινοσαύρων κι ακόμα παραπέρα, τότε που η Γη δεν υπήρχε καν. Πολύ θα ήθελε να σταματήσει και να πιάσει κουβέντα με το Μέγα Αλέξανδρο ή με τον Πλάτωνα αλλά αυτό δεν γίνεται. Γιατί όμως; Κι αυτοί πεθαμένοι σάματις δεν είναι; Μα γι’ αυτό ακριβώς! Οι πεθαμένοι δε μιλάνε κι οι ζωντανοί έχουν ήδη μιλήσει αρκετά.
Ξαναγυρνάει σ’ αυτό που λέμε παρόν. Πετάει απ’ τη μια άκρη της Γης στην άλλη. Αν κάποιος μπορούσε να τον δει -βλέπονται οι ψυχές;- θα του ερχόταν στο μυαλό ο Σούπερμαν. Αυτά είναι όμως γήινες φαντασιώσεις, δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν μ’ αυτό που συμβαίνει. Δεν του αρέσουν αυτά που βλέπει! Φτώχεια, μιζέρια, εξαθλίωση, πόλεμοι. «Σκατά!» θα έλεγε αν ήταν ζωντανός.
Ένα κοριτσάκι κάπου στη Αφρική κινδυνεύει. Οι αντάρτες έχουν σκοτώσει τους γονείς του και τώρα ετοιμάζονται να το βιάσουν ανελέητα και μετά να το αφήσουν να πεθάνει από αιμορραγία. Και τότε καταλαβαίνει το λόγο που ένιωθε διαφορετικός. Επεμβαίνει! Ένας δυνατός άνεμος-δικό του δημιούργημα- σαρώνει την καλύβα που βρίσκονται οι αντάρτες με το κοριτσάκι. Η αχυρένια καλύβα γκρεμίζεται, η σκόνη τυφλώνει τους αντάρτες και το κοριτσάκι δραπετεύει. Χαίρεται! Σε λίγο το κοριτσάκι είναι ασφαλές μαζί μ’ άλλους πρόσφυγες πάνω σ’ ένα καμιόνι του Ο.Η.Ε.
Νιώθει υγρασία στο αυτί του. Περίεργο, οι αισθήσεις του ξαναλειτουργούν. Σκοτάδι και πάλι. Το κρεβάτι του τρίζει όπως κάθε μέρα. Νιώθει τον αέρα να τον ραπίζει ρυθμικά. Η ουρά του σκύλου πάλλεται σα να του υπενθυμίζει: «Είμαι εδώ και σ’ αγαπάω». Ο σκύλος του γλύφει το αυτί με μια μαγική ιεροτελεστία. Όμως, το σκοτάδι δεν τον πνίγει όπως άλλοτε γιατί ξέρει πώς είναι να είσαι διαφορετικός!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|