| είχε φτάσει 11 το πρωί,
σήμερα δε θα μου κόλλαγε ύπνος,
σηκώθηκα,
έβαλα το σταθμό με τα στοιχήματα,
άνοιξα μια κονσέρβα με σαρδέλες,
ο ήλιος έκαιγε τα πάντα εκεί έξω,
ακούγονταν κόρνες αυτοκινήτων και μαρσαρίσματα,
ο σπιτονοικoκύρης έβαζε τις φωνές στον από δίπλα για το νοίκι,
κάπου βορείως του Μεξικού μπορεί να έπεφταν πυροβολισμοί,
ή
κάποιος να έγραφε το τελευταίο του ποίημα,
ο κόσμος γυρίζει,
σα φλεγόμενος κώλος μα'ι'μούς,
μεταξύ της αμηχανίας και της θλίψης μας.
τα πράγματα γίνονται τόσο πλαδαρά κι επίπεδα,
κολλάνε πάνω μας σα λεκέδες από κρασί,
δεν υπάρχει χώρος για δάκρυα ή έρωτα,
το ρεζερβουάρ της αγάπης είναι τρύπιο,
κι ο διάβολος έχει κόψει τα φρένα,
ο σπιτονοικοκύρης φωνάξε και χτύπησε την πόρτα μου.
είχε έρθει κι η σειρά μου...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|