|
Το αεράκι αποκόπηκε από την πόλη
Σαν να το κάλεσε μία αιώρα μακριά
Στο φέγγος της ανατολής κι ακόμη πέρα.
Είδα τότε των εργοστασίων τις φυλακές γεμάτες κόσμο
Και καταλάβαινα την βαριά ανάσα των εργατών.
Τα ιδρωμένα κορμιά τους υποταγμένα στην ανάγκη
Κινούνταν λαχανιασμένα σε ρυθμό που ο Άπληστος θέλει
Γεμίζοντας ένα αόρατο μαύρο ταμείο.
Γυναίκες και άντρες, δούλοι ενός φρικαλέου συστήματος
Από αυτά που ο άνθρωπος φτιάχνει
Για να σκλαβώνει πάντα τον άνθρωπο.
Είδα τις πόλεις που η αλληλεγγύη τόνιζε στην παραλήγουσα
Να αφήνουν την ανασφάλεια ανοικτή
Να χιμήξει επιθετικά στον καθένα.
Είδα τον καταρημαγμένο ουρανό να ασθμαίνει μπουκωμένος
Από την καπνιά των βιομηχανικών αερίων.
Είδα το καταθλιπτικό δίχτυ που αποσχημάτιζε
Προγραμματισμένα, ό,τι είναι πατρίδα.
Οι τσαρλατάνοι πουλούσαν φτηνά τα πολύτιμα.
Τοκογλυφία στον καιρό και,
στην κάθε μέρα, υπέρμετρη τοκογλυφία. Άκουσα
την αγωνία των φτωχών. Θέλησα
Να πω για το μαχαίρι που επάνω του
Το αίμα είναι όνομα μιας φρίκης.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|