|
Ιστορία 6η
ΝΑ ΕΥΧΟΜΑΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ
(Προσωπική ιστορία πελάτισσας)
Λουτράκι. Αύγουστος. Ώρα 8 το πρωί. Κάθομαι σ΄ ένα μπαλκόνι του τρίτου ορόφου. Κοιτάω τους ανθρώπους που περνάνε... είναι όλοι τους πάνω από πενήντα χρονών. Βλέπεις η νεολαία διασκεδάζει το βράδυ και τέτοια ώρα κοιμάται.
Από όσους κυκλοφορούν ένα μεγάλο ποσοστό τραβάει και ένα σκύλο. Τα βγάζουν τα ζωντανά από τα διαμερίσματα για βόλτα ώστε εύκολα να μπορούν να βρωμίζουν τους δρόμους.
Να, προχθές μια γιαγιά πάτησε ένα σκυλοκούραδο και πάρτην κάτω. Για ιαματικά λουτρά ήρθε, με γυψαρισμένο πόδι στο Νοσοκομείο της Κορίνθου βρέθηκε.
Έκανε μήνυση ο γιος της στον Δήμαρχο. . . Καλά μόλις άκουσα για τη μήνυση έκανα τα γέλια τού αιώνα.
Ας είναι. Εγώ τώρα περιμένω να περάσει η ώρα. Περιμένω ταξί. Να δω με ποιόν συνταξιδιώτη θα μοιραστώ το ναύλο.
Σήμερα φεύγω για Αθήνα. Επιθύμησα το "κλεινόν άστυ". Λατρεύω την άδεια Αθήνα. Σκέπτομαι την Πατησίων χωρίς συμφόρηση. Τον Εθνικό κήπο όλο δικό μου. Την Ομόνοια με τους τουρίστες της και την Αθηνάς άδεια.
Θέλω να πάω στην Αθήνα. Να την σεργιανίσω και να χαρώ την αθηναϊκή ομορφιά που καταστρέφεται στη δύνη του συνωστισμού.
Αθήνα ετοιμάσου να δεχθείς, σε τρεις ώρες, μια θαυμάστριά σου. Μοναστηράκι βάλε τα καλά σου και εσείς Θεοί κατεβείτε στο Θησείο ή μάλλον όχι ελάτε από τη θάλασσα να με υποδεχθείτε στο Σούνιο και από εκεί, πιασμένοι από το χέρι να διασχίσουμε την παραλιακή, να μπούμε στη Συγγρού και... για μας θα γκρεμίσουνε τα τείχη... Μετά, οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός θα μας φωνάξουν το "καλώς ήλθατε Αθηναίοι", ενώ θα παιανίζουν αγγελικές μπάντες.
Τώρα όμως βρίσκομαι στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου μιας κάποιας πολυκατοικίας στο Λουτράκι, που δεν βλέπει στη θάλασσα, αλλά ατενίζει κεραίες, καπνοδόχους και δέχεται αντί της θαλάσσιας αύρας τις οσμές από το βυτιοφόρο που σχεδόν καθημερινά αδειάζει και κάποιο βόθρο.
Ακόμη, από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου έχω τη χαρά να ψυχογραφώ τους ανθρώπους και μάλιστα τις γυναίκες, από το τριχωτό της κεφαλής τους. Ναι, μη γελάτε... Γίνεται και αυτό. Να, τώρα περνάει μία κυρία που ξέχασε τα χτενιστεί. Είχε κοιμηθεί από την αριστερή της μπάντα, προφανώς σε θέση εμβρύου. Αυτό μας δείχνει το χώρισμα στα μαλλιά της.
Και τώρα περνάει μία άλλη κυρία από τις "δήθεν" κομψές.
Ξέρεις, από αυτές που όταν τις βλέπει ο κόσμος βάζουν το ωραίο τους χαμόγελο, συνήθως ασορτί με το συνολάκι τους και αστραποβολούν. Αυτή η "δήθεν" κομψή κύριος, προκειμένου να βγάλει το σκύλαρό της να βρωμίσει τα παρτέρια, απάλλαξε από τα μαλλιά της, εσπευσμένα, τα ρόλεϊ. Στην κεφαλή της ξεχωρίζουν τώρα οι μπούκλες από το τύλιγμα.
Τι κακιά που είμαι πρωί-πρωί. Όμως εγώ φταίω; Αφού τις βλέπω. Να, κάποια άλλη έρχεται από την θάλασσα. Έκανε το πρωινό της μπάνιο. Φοράει ένα παρεό. Δεν ήξερα ό,τι υπάρχουν τόσο μεγάλα παρεό, που να σκεπάζουν σώμα με διάμετρο ένα μέτρο και εξήντα εκατοστά. Στο επάνω μέρος του κορμού της η εν λόγω κυρία φέρει υπερηφάνως κρεμασμένα λίπη και πιο πάνω ένα κεφάλι με άψογα τυλιγμένα μαλλιά κατάξανθου χρώματος, με ρόλεϊ
Πω, πω, πρωινές κακιούλες που έχω.
Το τηλέφωνο κτυπά. Είναι ο ταξιτζής. Με ειδοποιεί ότι έρχεται σε δέκα λεπτά. Τα έχω όλα έτοιμα. Κατεβαίνω.
Τώρα άλλοι θα παρατηρούν εμένα από τα μπαλκόνια του τρίτου, του τέταρτου ή πέμπτου ορόφου. Όμως δεν με νοιάζει. Δεν είμαι "δήθεν". Είμαι όπως με βλέπεις από οποιαδήποτε "γωνιά", με πλήρη γνώση του φτωχού και ταλαιπωρημένου κορμιού μου. Δηλαδή μία αστή, συνταξιούχος, με κότσο και σκουλαρίκια που της αρέσει να διαβάζει και ενίοτε να ταλαιπωρεί το χαρτί και το μολύβι.
Είμαι απλή και μόνη.
Χωρίς δικό μου σπίτι. Χωρίς εξοχικό, αυτό που μένω μου το έχουν παραχωρήσει. Φιλοξενούμαι.
Χωρίς αυτοκίνητο, μεταχειρίζομαι ταξί. (τρεις χιλιάδες το άτομο Αθήνα- Λουτράκι εν έτη 1997).
Ήρθε το ταξί, Μερσεντές και μάλιστα τελευταίου τύπου. Πόσο χαίρομαι ν΄ απλώνω την κορμάρα μου στα μαλακά της καθίσματα και να γεύομαι τη δροσιά από τον κλιματισμό απολαμβάνοντας από το γουόκμαν μου τη μουσική που αγαπώ.
Ο κύριος Μπάμπης, ο οδηγός, πολύ με σέβεται. Μου ανοίγει την πίσω πόρτα και τρέχει να με απαλλάξει από το σάκο με τα βιβλία και τα χαρτιά μου.
Τότε ακριβώς τον είδα.
Καθόταν στο πίσω κάθισμα. Δεν νομίζω ότι ήταν ωραίος. Είχε όμως ένα μαγνητισμό. Με κοίταξε. Ήταν σαν να γνωριζόμαστε. Χαμογέλασε, φωτίστηκε το πρόσωπό του από μια καλοφτιαγμένη μασέλα, που… μπορεί να είναι και δικά του δόντια.
- Θα συνταξιδέψουμε. Μου λέει.
Κοινότυπο. Μου άρεσε. Γιατί; Ίσως ο τόνος που λέχθηκε ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός.
Αυτό μου έλειπε τώρα ν΄ ασχολούμαι μ΄ έναν άγνωστο.
΄Όχι ότι δεν θα πιάσω κουβέντα. Μου αρέσει να μιλάω στον κόσμο, αλλά όχι όταν ταξιδεύω.
Κάποτε που έκανα συχνά τη διαδρομή Περισσός-Πειραιά με το τρένο, το είχα σαν παιχνίδι, ειδικά το πρωί,. Έμπαινα στο βαγόνι και καλημέριζα μοναχικούς ανθρώπους.
Μου άρεσε να καταγράφω τον τρόπο που με αντιμετώπιζαν.
Οι γυναίκες στην πλειονότητά τους ανταπέδιδαν το καλημέρισμά μου με ή χωρίς διάθεση να συνεχίσουν την κουβέντα. Οι άντρες όμως ήταν το κάτι άλλο. Μου έλεγαν: «Τι θες κυρά μου πρωί - πρωί;» ή «Σας ξέρω;» ή «Γνωριζόμαστε;» ή «..μέρα». Κάποτε ένας γιάπης μου είπε, «Είναι καινούργιος τρόπος επαιτείας αυτός;» «Ναι. Είναι ζητιανιά ανθρωπιάς», του είπα. Κούνησε το κεφάλι του και είπε «...άλλη μία τρελή!».
Αυτό ήταν το παιχνίδι μου με τους μοναχικούς του τρένου. Και να που τώρα μου αποτείνει εμένα το λόγο ένας άγνωστος και… κομπλάρισα.
Έβαλα όλη την ευγένεια που διέθεται ο καλός μου εαυτός για να του απαντήσω όσο πιο άχρωμα και σοβαρά μπορούσα.
- Καλή σας μέρα. Ναι, θα συνταξιδέψουμε.
Άπλωσε το χέρι του να πάρει την τσάντα μου, να με διευκολύνει.
- Βαριά που είναι... Τ΄ αγαθά της ψυχής σας κουβαλάτε;
Α, ρε σαχλαμάρα, σκέφθηκα..
- Καταναλωτικά αγαθά, του απαντάω και συνεχίζω: Λυπάμαι που σας απογοητεύω.
Γέλασε, πολύ του πήγαινε το γέλιο και το ήξερε. Ο Μπάμπης ξεκίνησε. Μπροστά, στη θέση του συνοδηγού καθόταν μία ηλικιωμένη κυρία, Βελγίδα ή μπορεί και Αγγλίδα.
Βολεύομαι στο κάθισμα. Φοράω τα γουόκμαν. Βγάζω το βιβλίο μου. Τίτλος του: "Η δύναμη της γοητείας".
- Το έχω διαβάσει, λέει ο κύριος και με κοιτάει. Χαμογέλασα.
Σκέφθηκα ότι όχι μόνο το διάβασε το βιβλίο αλλά και το εφάρμοζε. Ευτυχώς, δεν του το είπα.
Σ΄ όλη τη διαδρομή μιλήσαμε ελάχιστα. Ένιωθα το βλέμμα του να χαϊδεύει το κορμί μου. Άρχισε από τα πάνινα παπούτσια μου, αγορασμένα πέρσι από τη λαϊκή των Πετραλώνων αντί χιλίων δραχμών, ανέβηκε στο ξεβαμμένο μαύρο τζιν παντελόνι μου, για να καταλήξει στον κότσο μου. Εκεί ένιωσα το βλέμμα του να κολλάει. Αν είναι δυνατόν, του άρεσε ο γκρίζος κότσος μου!!!
- Τα μαλλιά σας πηγαίνουν πολύ έτσι χτενισμένα, είναι μεγαλοπρεπή. Δεν αντέχω τα βαμμένα μαλλιά και μάλιστα τα ξανθά.
Και αυτός είχε γκρίζους κροτάφους. Πού είναι οι φίλες μου, που με κοροϊδεύουν, ότι με τον τρόπο που κτενίζομαι μοιάζω με τις κυρίες του τρίτου Ράιχ... ή τις κυρίες της ΖΩΗΣ.
Ορίστε τώρα εδώ, δίπλα μου, ένας γοητευτικός άνθρωπος που θαυμάζει τον πλούσιο κότσο μου...
Νιώθω πολύ ωραία, διαβάζω, ακούω μουσική και έχω δίπλα μου ένα θαυμαστή... Τι άλλο θέλω.
Κάποια στιγμή μου προσφέρει φιστίκια, εννέα η ώρα το πρωί... Αρνήθηκα. Εκείνος όλο και συνεχίζει το οπτικό του ταξίδι στην κορμάρα μου.
Φθάσαμε στην Ομόνοια. Στη συμβολή Πατησίων και Στουρνάρη κατέβηκε.
- Κυρία μου, καλή σας μέρα. Ευτυχής για τη γνωριμία. Θα ξανασυναντηθούμε. Το Λουτράκι είναι μικρό. Παρακαλώ πάρτε την κάρτα μου.
- Καλή σας μέρα. Αυτό μόνο βρήκα να πω.
Ήμουν ευτυχισμένη. Κοιτάζω την κάρτα Μάριος Μαρής - Ιστορικός αναλυτής. Έτσι δικαιολογείται το ενδιαφέρον του για μένα-το μνημείο γυναίκα.
Να είναι καλά ο άνθρωπος.
Κατόρθωσε να ξυπνήσει την κοκεταρία μου και... στα εξήντα, μ΄ έκανε να νιώσω "γυναίκα"...
Αλήθεια πότε ένιωσα για τελευταία φορά ότι είμαι "γυναίκα"; Δεν θυμάμαι πια. Θα εύχομαι κάθε Κυριακή υπέρ της υγείας του.
Μην ξεχάσω να ευχαριστήσω και τον Μπάμπη, τον ταξιτζή που μου τον έφερε…
Κατεβαίνοντας από το ταξί, έπεσε η κάρτα του. Δεν τον ξαναείδα…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|