| Έψαξε παντού...Στο ντουλαπάκι,στα καθίσματα,στο σακ βουαγιάζ,στο χαρτοφύλακα στις τσέπες
του. Τα κλειδιά του σπιτιού δεν ήταν πουθενά.Πριν από μισή ώρα είχε μιλήσει στο κινητό με τη
γυναίκα του,που έλειπε κι αυτή επειδή κόντευαν ν ανοίξουν τα σχολεία είχε πάει γισ λίγες ημέ
ρες με το παιδί στη Λαμία για να ο δουν οι παππούδες του.
Ευτυχώς που δεν είχε καταλάβει ακόμα τότε πως είχε χάσει τα κλειδιά και προτίμησε νσ μην
της το πει ούτε αργότερα,δεν ήταν βέβαια ότι τη φοβόταν αλλά δεν θα άντεχε τις ειρωνίες της
ούτε και την αγωνία της αν ο κλειδαράς που θα έφερνε έκανε καμιά ζημιά στην πανάκριβη πό
ρτα που είχαν αντικαταστήσει πρόσφατα.Μερικά χιλιόμετρα πριν φτάσει σταμάτησε να φάει κά
τι,'ισως και να ήπιε λίγο παραπάνω,το ένιωθε πως τα επαγγελματικά ταξίδια είχαν αρχίσει να
τον κουράζουν.Μπορούσε όμως ν αφήσει τη δουλειά του; Ακόμα δεν είχε μπει στα σαρανταπέντε
και ο μισθός ήταν πολύ καλός.
Βαριεστημένος (όταν μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας) κατευθήνθηκε προς το ασανσέρ
μια ταμπελίτσα κρεμασμένη στο πόμολο προειδοποιούσε ότι δεν λειτουργεί επειδή γίνονται
επισκεύες.Μα βέβαια κι αυτό του το είχε αναφέρει η γυναίκα του αλλά τον τελευταίο καιρό η
μνήμη του (όπως κι ο ίδιος καταλάβαινε) δεν ήταν στα καλύτερα της. Είναι που κουράζομαι πολύ
(σκέφτηκε)κι άρχισε ν ανεβαίνει τις σκάλες.
Στο διάδρομο του δευτέρου η εξώπορτα της Μελίνας Σερέφη ήταν ανοιχτή, το όνομα της το είχε
μάθει από το κουδούνι και την μικροκαμωμένη μελαχρινή κοπελίτσα την είχε συναντήσει δυό
τρεις φορές στην είσοδο, άλλωστε ήταν καινούρια στην πολυκατοκία.
« Καλησπέρα σας » του είπε μια λεπτή σχεδόν παιδική φωνούλα.
Κοίταξε πίσω του και είδε τη Μελίνα να κρατάει ένα ποτιστηράκι
«Παραξενεύεστε έτσι; αλλά λείπουν οι ένοικοι του διπλανού διαμερίσματος και φροντίζω τα φυτά
που έχουν στο διάδρομο»
Ήταν σπάνιο αλλά αυτό το κορίτσι του ενεπνεύσε εμπιστοσύνη όσο λίγοι άνθρωποι στη ζωή του
αν τον έβλεπε η καχύποπτη σύζυγος θα γκρίνιαζε ότι σαλιαρίζει με τις πιτσιρίκες.Μα πω είναι δυ
νατόν σκέφτηκε απ την κοπέλα είμαι τουλάχιστον μια εικοσαετία μεγαλύτερος, θα μπορούσε να
ήταν κόρη μου...Έπειτα είμαι τυχερός που τη συνάντησα γιατί το κινητό μου ξεφορτίστηκε και
θα πρέπει να ξυπνάω τους Παπασταθόπουλους. ψάχνοντας για κλειδαρά.
Της ανταπέδωσε την καλησπέρα και το χαμόγελο μπαίνοντας αμέσως στο θέμα
« Ξέρετε έλειπα τρεις μέρες στην Τρίπολη, η γυναίκα μου με το γιό μου λείπουν επίσης. Το από
γευμα έχασα τα κλειδιά μου και το κινητό μου δεν είναι φορτισμένο.Μήπως γνωρίζεται κανένα
κλειδαρά;
« Είστε ο πιό τυχερός άνθρωπος του κόσμου » του είπε χαμογελώντας « κλειδαράς είναι ο θείος
μου μα μη στέκεσται στην πόρτα , περάστε μέσα »
« Δηλαδή είναι μέσα ο θείος σας;»
« Όχι βέβαια ο θείος μου ο Τάκης έχει μαζί με ένα φίλο του την επιχείρηση ΦΘΑΝΩ ΣΤΗ ΣΤΙΓΜΗ
η έδρα τους είναι στα Σεπόλια και διατηρούν και δύο υποκαταστήματα στα δυτικά προάστια »
« Μα είναι μακριά...Θα τον ταλαιπωρήσουμε τον άνθρωπο;»
« Σας παρακαλώ μην το ξαναπείτε, μου έχει αδυναμία και κάνει ότι του πω, αυτός με ανέλαβε από
τότε που η μαμά μου αυτοκτόνησε...Μωρό ήμουν δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω, όταν απέκτησε
οικογένεια ποτέ δε με ξεχώρισε από τα παιδιά του. Πριν τρεις μήνες μου νοίκιασε αυτό το διαμέ
ρισμα για να μη με ενοχλούν τα διαβολάκια τα εξαδέλφια μου όταν διαβάζω, γιατί όπως λέει...
θέλει να τελειώσω γρήγορα τη σχολή μου και να με στείλει για μεταπτυχιακό στην Καλιφόρνια
εκεί που ζει εδω και εικοσιπέντε χρόνια ο άλλος μου θειος,Τον παίρνω αμέσως τηλέφωνο»
Τα είχε πει τόσο όλα τόσο γρήγορα.Γιατί όμως κάποια απ αυτά ήταν σα να τα γνώριζε ήδη;
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του και η μικρή μπήκε πάλι χαρούμενη στο σαλόνι
« Του τηλεφώνησα...Θα αργήσει λίγο γιατι είναι μακριά, γύρω στα τρια τέταρτα δηλαδή, εσας
εν τω μεταξύ να σας φτιάξω ένα καφεδάκι;»
« Καφέ τέτοια ώρα εεε όχι»
« Εντάξει τότε θα σας φτιάξω τη σπεσιαλιτέ μου, φρουτοχυμό με βάση το καρπούζι και μισό ποτηράκι αλκοολ» Είπε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα
« Με αυτοκίνητο έρχεται ο κύριος Σερέφης ;» τη ρώτησε έτσι απλά για να πει κάτι
« Δε λέγεται Σερέφης, Σερέφη είναι το δικό μου επίθετο ο θείος ήταν αδελφός της μητέρας μου
και ονομάζεται Ροδινός, όσο για το αυτοκίνητο ποιός ο θείος ο Τάκης;;; Μα αυτός είναι φανατικος
μηχανόβιος από τα δεκαπέντε του, δεν έχει μπει ποτέ σ αμάξι ακόμα και στο γάμο του με μηχα
νη πήγε»
Ενοιωσε χοντρές σταγόνες ιδρώτα να κυλούν στην πλάτη σε λιγότερο από ένα λεπτό είχαν
έλθει τα πάντα στο μυαλό του...Με τον Τάκη το Ροδινό το μηχανόβιο είχαν παρουσαστεί μαζί
στο στρατό.Σε ένα από τα πρώτα επισκεπτήρια γνωρίστηκε με την αδελφή του Τάκη έτσι με
λαχροινούλα και μικροκαμωμένη ήταν κι αυτή σαν τη Μελίνα...Τέσσερεις φορές βγήκαν μαζί
Σε λίγο καιρό η αδελφή του Τάκη του ανακοίνωσε ότι είναι έγκυος.
Η μάνα του του ειπε τότε να μην την πιστεύει
« Αγόρι μου η πιτσιρίκα θέλει να σε τυλίξει...Το παιδί σίγουρα δεν είναι δικό σου...Αυτό το
τσουλάκι έχω ακούσει ότι πήγε μ όλο το λόχο»
Τον βόλεψαν τα λόγισ της μάνας του κι ας ήξερε ότι όχι μόνο δεν πήγε μ όλο το λόχο αλλά
'οτι ο ίδιος ήταν ο πρώτος της.Αρνήθηκε πεισματικά την πατρότητα του παιδιού.Κι η κοπέλα
είπε στον Τάκη ότι σκοπεύει να κρατήσει το παιδί αλλά δε θέλει να μάθει ποτέ ποιός είναι
ο πατέρας του.
Με τον Τάκη που τότε πια υπηρετούσαν σε διαφορετικές μονάδες συναντήθηκαν ένα χειμω
νιατικο βράδυ σ ένα καφενεδάκι στο Περιστέρι,ο μηχανόβιος ήταν λακωνικός.
« Δε θα σε χτυπήσω και δεν αξίζει ούτε να σε φτύσω. που έβγαλες ενα ανήλικο κορίτσι πουτά
να γιατί στα εικοστρία σου ζεις ακόμα μεσ τα βρακιά της μάνας σου,ούτε βέβαια θα ήθελα ένα
χέστη σαν κι εσένα για γαμπρό μου.Ένα μόνο σου λέω αν η αδελφή μου πάθει κάτι εξ αιτίας
σου.Οσα χρόνια κι αν έχουν περάσει όπου και να βρίσκεσαι, θα σε βρω και θα σε σκοτώσω.»
Στα εικοσιδύο χρόνια που πέρασαν ελάχιστες φορές σκέφτηκε τον Τάκη την αδελφή του και
ούτε αναρωτήθηκε αν το παιδί του είχε γεννηθεί τελικά; Κρύφτηκε πίσω από τα λόγια της μα
νας του, επειδή αυτό τον βόλευε κι ας ήξερε,
Θεε μου με βρήκαν ( ψιθύρισε) Με βρηκαν κι ήλθε η ώρα να πληρώσω, η Μελίνα είναι κόρη μου
και μάλλον μου την είχαν στημένη.Κάτι πρέπει να σκεφτώ πριν έλθει ο κλειδαράς...Και το σκέ
φτηκε...Κατακόκκινο τον βρήκε η Μελίνα μπαίνοντας με το κοκτέιλ στο σαλόνι, της το άρπαξε
από το χέρι και το ήπιε σχεδόν μονορούφι
« Τι πάθατε: » Τον ρώτησε η μικρή τρομαγμενη«Συμβαίνει κάτι;»
« Ναι Μελίνα...Κάτι ευχάριστο»
Έβγαλε από τη τσέπη του τα κλειδιά του γραφείου, και τις τα έδειξε. ετσι κι αλλιώς εκείνη δε γνω
ριζε ποια ήταν τα κλειδιά του σπιτιού του.
« Τα βρήκα τα κλειδιά μου, είχαν σφηνωθεί στο φερμουαρ του χαρτοφύλακα »
« Ω χαίρομαι...Θα περιμένετε όμως να γνωρίσετε το θείο μου»
« Δυστυχώς όχι είμαι πάρα πολύ κουρασμένος και πρέπει να πάω να κοιμηθω, ζήτα συγνώμη
εκ μέρους μου από το θείο σου που θα τον κουβαλήσω ως εδώ τέτοια ώρα και κάποια άλλη
φορά θα γνωριστούμε, κι αυτά επειδή κάνατε κάποια έξοδα» είπε αφήνοντας τριακόσια ευρω
στο τραπεζάκι
« Μα τι κάνεται αυτά είναι πολλά λεφτά ακόμα και κλειδαριά να σας αλλαζε τόσα δεν...»
« Σε παρακαλώ Μελινάκι» Είπε και τη χαιδεψε πατρικά στο μάγουλο « Κλείδωσε την πόρτα σου
και μην περιμένεις τέτοια ώρα στο διάδρομο δεν ξέρεις ποιός μπορεί να μπει στην πολυκατοικια
καλή σου νύχτα»
Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες στους Παπασταθόπουλους θα πήγαινε. τώρα πια το να τους ξυπνή
σει ήταν λεπτομέρεια...Τόσα χρόνια φίλοι θα τους έλεγε τα πάντα και μαζί θα αποφάσιζαν αν...
'επρεπε να καλέσουν την αστυνομία.
Χτύπησε το κουδούνι και περιμένοντας στηρίχτηκε στο κάγκελο της σκάλας, χωρίς να προσέξει
την ταμπελίτσα που είχαν βάλει οι μαστόροι ( προσοχή έχουν αφαιρεθεί τα στηρίγματα) το σώμα
του υποχώρησε και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βρέθηκε στην είσοδο, ενώ ένα μικρό ρυάκι αίμα
τος απο την ακρη του στόματος του κυλούσε βιαστικά στο δάπεδο.
Μαζευτηκαν πολλοί....Εκείνος όμως μια κι είχε φύγει δεν μπορούσε να δει πια κανέναν.
Ουτε το θείο βέβαια της Μελίνας που δεν ονομαζόταν Ροδινός αλλά Ρομπινός και που δεν τον
είχε συναντήσει ποτέ στη ζωή του, απλά είχε προσαρμόσει την ακουστική του σε κάτι που τον
βασάνιζε εικοσιδύο χρόνια και δεν τολμουσε να παραδεχτεί αλλά ούτε και να ψάξει.
Γιατί αν έψαχνε θα είχε ανακαλύψει πως η αδελφή του Τάκη του Ροδινού, δεν έφερε ποτέ στον
κόσμο το παιδί τους επειδή απέβαλλε στον έκτο μήνα της κύησης, δεν είχε αυτοκτον'ησει αλλά
ζούσε στην Αμερική με τον άντρα και τα δυο παιδιά τους, και ότι ο Τάκης ο Ροδινός η μηχανόβιος
('οπως τον έλεγαν στο στρατό) είχε σκοτωθεί πριν από δεκαοκτω χρόνια προσπαθώντας να
περάσει με τη μηχανή από μια αφύλακτη διάβαση.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|