| Πήγα εχτές τρεις το πρωί τα ξημερώματα
Σε μια αλάνα που αλητεύαμε παιδιά
Κάτι σκιές απ τα παλιά σαν ξένα σώματα
Είχαν απλώσει μες τη νύχτα μου φτερά
Πήγα να δω πάλι ξανά τα αθώα χρώματα
Δίχως του χάρου ποτισμένα την οργή
Πως ξεπηδούν απ τις ψυχές τα ξημερώματα
Κει που το αύριο δεν το σκιάζει η ενοχή
Πήγα εχτές τρεις το πρωί τα ξημερώματα
Μακριά απ τους τοίχους και της πόλης τη βοή
Μία ασφυξία ξαγρυπνάει στα παπλώματα
Μέσα στο στήθος να μου κόβει τη πνοή
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|