| Το κάμπινγκ
Πήρε στον ώμο τη σκηνή και τα υπάρχοντα του
κι από νωρίς ξεκίνησε να πάει στην παραλία.
Είχε ξεμείνει από λεφτά,, γουργούριζε η κοιλιά του
κι έτσι εκεί σαν έφτασε. είχε μεγάλη χρεία.
Ο σκύλος του τον γάβγιζε κι γκόμενα πεινούσε
άσε που διπλά του 'πανε, πως γλέντι αρχινούσε.
Έκανε πέτρα την καρδιά κι άπλωσε την αρίδα
και με την άκρη του ματιού αγνάντευε τον δρόμο
όλο και κάποιος θα φανεί σκεπτόταν και ποθούσε
μόνο μην είναι οι χωριανοί με κάποιον αστυνόμο.
Ήταν ο τόπος όμορφος τζάμπα νερό και ίσκιος ,
κι από φαΐ θα έβρισκε να ‘ταν καλά ο δίσκος.
Οι φίλοι γύρω ξαπλωτοί κι αυτοί πάνω στην άμμο,
λιώμα απ’ το γλέντι που γίνε εχθές σε ένα γάμο
μήτε γύρισαν να τον δουν δεν άνοιγε το μάτι
κάτι ο ήλιος το κρασί και κάτι το ραχάτι …
το τσιγαράκι το φτιαχτό οι τόσες συνουσίες …
το καλοκαίρι αφήνεται ο κόσμος στις ουσίες.
Την πήρε την απόφαση άνοιξε την κιθάρα
κι άρχισε να την γρατζουνά ήθελε και τσιγάρα…
Δυο τρεις αναντραλίστηκαν του 'δώσαν σημασία
λίγο από δω λίγο από κει άρχισε στην ουσία
με αλληλοβοήθεια να ζωντανεύει το τσαρδί
κι ελπίδα πως και τούτο το καλοκαίρι θα διαβεί.
Ήρθαν καφέδες, τσίπουρο, τοστάκι δαγκωμένο
κι ένα σταφύλι από κοντά που το ’χανε κλεμμένο.
Έφαγε εκείνος μια μπουκιά, έδωσε και στο σκύλο
και έστειλε την γκόμενα να ψάξει γι άλλο φίλο.
Αφού στους δύσκολους καιρούς, καθένας είναι μόνος
κι άμα θα φύγει ο Αύγουστος, μπαίνει καινούργιος χρόνος.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|