| Εκείνο το λευκό πουκάμισο
που μύριζε τριαντάφυλλο
πρωινό
με τη δροσιά στα πέταλα
απάνω
και την αυγή να του φιλάει
τον αγκαθένιο κορμό
δίχως να φοβάται
το αίμα του ήλιου
εκείνο να φορέσεις
πάλι
απόψε σε παρακαλώ.
Εκείνο το λευκό πουκάμισο
του Μάη
ήταν απόγευμα
κι εγώ ένα σώμα νεκρό
τυραννιόμουν
διαβαίνοντας σπασμένους
δρόμους
μες τα συντρίμμια των χαμένων
Αντιγόνων
μες τα νερά των πεθαμένων
ποταμών
βρήκα ξαφνικά κι απρόσμενα
ένα φως
ήταν το γελαστό σου πρόσωπο
και τ' ανοιξιάτικο αεράκι
πλημμύρισε η καρδιά
μπουμπούκια και ηλιοστάλαχτα
στολίδια
δεν το δες
μα σ' αισθάνθηκα
στο νου μου να ταξιδεύεις
και κάθε πόρτα να ξεκλειδώνεις
αισθάνθηκα τα χείλη σου
ν' αγγίζουν τα δικά μου
κι ας με κοιτούσες απλά
σαν ξένος.
Σε ήξερα πολύ πριν σε γνωρίσω
ήσουν κρυμμένος σε μια στάση
του ονείρου
είχες μπει σ' ένα τρένο δίχως
επιστροφή
δεν το ξερα
μα με πρόφτασες στη στροφή
την πόρτα άνοιξες να μπω
μου χες φυλάξει μια θέση
σ' αυτό το ζοφερό σημείο
κι είχα τη δύναμη να δω
μου φώτιζες το δρόμο.
Εκείνο το λευκό πουκάμισο
φορούσες τότε
κι ένιωθα κοντά σου
ότι δεν έζησα ποτέ σ αυτόν
τον κόσμο
ήμουν κάπου σ' ένα όνειρο χαμένη
μόνο εσύ κι εγώ
κι ας ήταν τόσοι γύρω μας
η μυρωδιά σου
διαπερνούσε την κόρη
του ματιού.
Εκείνο το λευκό πουκάμισο
να φορέσεις πάλι απόψε
κι ας βρέχει
άνοιξε τα κουμπιά και μέσα
του κλείσε με
να ζεσταθώ
ακουμπώντας την παλάμη
μου στο γυμνό σου
στήθος
και νιώθοντας το χτύπο
της καρδιάς σου
σαν μια βαριά κι ασήκωτη
αλυσίδα
που χτυπά το αίμα μέσα
στη φλέβα μου
σφίξε με στα δυο σου χέρια
γίνε η φυλακή μου
δεν με πειράζει
δεν με νοιάζει
γιατί όταν μ' αγγίζεις
νιώθω ελεύθερη
σαν τα πουλιά του νότου
πετώ σε μακρινούς ουρανούς
κανείς δεν μπορεί να με πιάσει
δε μ' αγγίζει ανθρώπου μόλυσμα
κι εσύ είσαι το καλοκαιρινό αεράκι
που σπρώχνει τα φτερά μου
πιο ψηλά , πιο ψηλά
ώσπου χανόμαστε κι οι δυο
στα πέρατα του απείρου....
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|